Invisible, H μοναχική πορεία του διαφορετικού
Άννα Αφεντουλίδου
Frear.gr
Frear.gr

Ο κινηματογραφικός φακός προϋποθέτει ή και συναιρεί το ανθρώπινο μάτι και η σκηνοθετική οπτική το βλέμμα του παρατηρητή ή του αυτόπτη μάρτυρα. Στην ταινία αυτή η κάμερα ακολουθώντας τον πρωταγωνιστή-ήρωα προσπαθεί να αποτυπώσει όχι αυτό που αντικρίζει το βλέμμα του αλλά την ιδιοσυστασία αυτού του βλέμματος, η οποία και αποκλίνει του «μέσου όρου».
Πώς το πετρωμένο πρόσωπο και το παγωμένο βλέμμα του Άρη κρύβει το μέγεθος της απόστασης ανάμεσα σ’ αυτόν και τον τρόπο που οι άλλοι τον αντιμετωπίζουν, οι Άλλοι που δεν τον βλέπουν πια ως «πρόσωπο», του στερούν την «ταυτότητα», ενώ γίνεται γι’ αυτούς ένα αντικείμενο «αόρατο»;
Η παλινδρόμηση ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα, τα χρώματα που μεταλλάσσονται, ο ορίζοντας που θολώνει ή γίνεται χρυσός, οι επαναλαμβανόμενες διαδρομές στους δρόμους, ο γυμνός άντρας που συστρέφεται στον εαυτό του, όλα υπογραμμίζουν την κατάσταση, κατά την οποία ένας άνθρωπος μπορεί να χάσει τα ερείσματά του (εδώ μέσα από την απώλεια της εργασίας του) και να καταστεί «α-θέατος» για τους υπόλοιπους, χάνοντας την ίδια την υπόστασή του.
Ο «α-όρατος» Άρης του Δημήτρη Αθανίτη είναι ένας χαμηλόμισθος εργάτης που, χωρίς καμιά προσωπική υπαιτιότητα, θα απολυθεί από τη δουλειά του, σε ένα εργοστάσιο στην περιοχή του Ασπρόπυργου. Ο ίδιος είναι μοναχικός, χωρίς ευρύτερη οικογένεια, χωρίς πολλούς φίλους, διαζευγμένος, με έναν γιο που βλέπει για λίγο και που η πρώην σύζυγός του τον εγκαταλείπει μαζί του, τη στιγμή ακριβώς που απολύεται.
Ο Άρης ζει τον παρα-λογισμό της εξόντωσης και αντιδρά, με τον δικό του έντονο όσο και απλοϊκά «παιδικό» τρόπο. Αποφασίζει να εκδικηθεί το πρόσωπο που θεωρεί υπεύθυνο.
Υποβλητικά αγωνιώδης η ατμόσφαιρα σε μια ταινία που ο ήρωας νιώθει Ξένος, Άγνωστος, ένας Αθέατος άνθρωπος, που επιζητά με μανία να αποκτήσει ξανά τη χαμένη του υπόσταση, μέσα από την αυτοδικία ως μια πράξη φυσικής αποκατάστασης του δικαίου, που θα τον καταστήσει και πάλι ένα Ον ορατό, για έναν κόσμο που δε διστάζει να αποβάλλει αυτό που θεωρεί άχρηστο, χωρίς κανέναν δισταγμό.
Ο γιος του ως μια προβολή και προέκτασή του κλείνεται μόνος του στην ντουλάπα εξαφανίζοντας εαυτόν. Οι σκηνές με τον ήρωα πάνω στο μηχανάκι να διανύει ανώφελες διαδρομές, ο εξωπραγματικός φωτισμός του ήλιου στη θάλασσα, οι ονειρικές στιγμές του παιχνιδιού του πατέρα με τον γιο, υπηρετούν το παράδοξο αυτό παιχνίδι ανάμεσα σε αυτό που οράται και αυτό που προώρισται να μείνει α-θέατο. Οι ερμηνείες του Γιάννη Στάνκογλου και του μικρού Χρήστου Μπενέτση, συγκλονιστικές μέσα στη λιτότητά τους, μας δείχνουν πώς γίνεται να είναι μαζί και όμως απερίγραπτα μόνοι.
Η σκηνή του τέλους αποτυπώνεται έκτυπα στη μνήμη μας: η παραλία του Σκοινιά, το δάσος κλιμακωμένο πίσω από την όχθη, να βλέπει τη θάλασσα, η ανθρώπινη παρουσία να σημαδεύει ή και να σφετερίζεται το τοπίο προσημαίνοντας το δυσοίωνο τέλος της. Η φαντασία μπλεγμένη με τη μνήμη και η πραγματικότητα σκληρή να αντιστρέφει τον χρόνο της. Ο χώρος εξαφανίζεται από τις παλάμες του μικρού που χαϊδεύουν το πρόσωπο του πατέρα καθώς και από το αγωνιώδες τρέξιμό του, που με επιβραδυνόμενο ρυθμό προσπαθεί να καλύψει την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και το πεσμένο σώμα.
Ο χρόνος, σαν ένα ποτάμι από αίμα και νερό, μας οδηγεί (πίσω; ή μπροστά;) σε έναν τόπο παράξενα φωτισμένο, παράδοξα φωτεινό. Δεν πρόκειται για κάθαρση, πολύ λιγότερο για απαισιοδοξία. Πρόκειται απλώς για έναν άλλον βηματισμό της ανθρώπινης πορείας. Η προσωπική εμπειρία έξω από τον κλειστό αυλόγυρό της, βυθισμένη στη βάναυσή της προσμονή, συλλογισμένη μέσα στη βιασμένη της σιωπή, αναζητά διέξοδο στον δικό της ου-τοπικό κόσμο, έστω κι αν κανείς άλλος δεν μπορεί να τον δει. Ο Δημήτρης Αθανίτης δίνει πρόσωπο στον Άγνωστο Νεκρό του ακήρυχτου πολέμου. Και φως στο σκοτάδι του αποκλεισμού, στο οποίο τον εξαναγκάζουν να αποσύρεται.
Ο χρόνος, σαν ένα ποτάμι από αίμα και νερό, μας οδηγεί (πίσω; ή μπροστά;) σε έναν τόπο παράξενα φωτισμένο, παράδοξα φωτεινό. Δεν πρόκειται για κάθαρση, πολύ λιγότερο για απαισιοδοξία. Πρόκειται απλώς για έναν άλλον βηματισμό της ανθρώπινης πορείας. Η προσωπική εμπειρία έξω από τον κλειστό αυλόγυρό της, βυθισμένη στη βάναυσή της προσμονή, συλλογισμένη μέσα στη βιασμένη της σιωπή, αναζητά διέξοδο στον δικό της ου-τοπικό κόσμο, έστω κι αν κανείς άλλος δεν μπορεί να τον δει. Ο Δημήτρης Αθανίτης δίνει πρόσωπο στον Άγνωστο Νεκρό του ακήρυχτου πολέμου. Και φως στο σκοτάδι του αποκλεισμού, στο οποίο τον εξαναγκάζουν να αποσύρεται.
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί, με τον τρόπο του, να μας κάνει να «δούμε» τους παρεκκλίνοντες ανθρώπους και γι’ αυτό «α-γνωστους» ή «ξένους» για τον μέσο όρο ή αυτό που έχουμε μάθει να ορίζουμε ως «αναμενόμενο» και «φυσιολογικό».
Με ποιο τρόπο θα ανα-γνώσουμε την ιστορία του, θα κριθεί από το πόσο οξυμμένο είναι το βλέμμα μας να ανα-γνωρίζει το οικείο μέσα από το ξένο, να δια-βάζει, μέσα από την ατομική περιπέτεια, την εναγώνια προσπάθεια της συνάντησης του Ανθρώπου με τους Άλλους. Τον αγώνα του κόντρα στον χρόνο ή τον θάνατο, ώστε να μπορέσει να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα επαληθεύσει την ανθρώπινή του διάσταση, αποκτώντας «ορατή υπόσταση».
Έστω κι αν στο τέλος αυτό-θυσιάζεται. Ή για αυτό ακριβώς.
Με ποιο τρόπο θα ανα-γνώσουμε την ιστορία του, θα κριθεί από το πόσο οξυμμένο είναι το βλέμμα μας να ανα-γνωρίζει το οικείο μέσα από το ξένο, να δια-βάζει, μέσα από την ατομική περιπέτεια, την εναγώνια προσπάθεια της συνάντησης του Ανθρώπου με τους Άλλους. Τον αγώνα του κόντρα στον χρόνο ή τον θάνατο, ώστε να μπορέσει να βρει τον τρόπο με τον οποίο θα επαληθεύσει την ανθρώπινή του διάσταση, αποκτώντας «ορατή υπόσταση».
Έστω κι αν στο τέλος αυτό-θυσιάζεται. Ή για αυτό ακριβώς.
Άννα Αφεντουλίδου