Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΑΔΡΑΝΕΙΑΣ, Τρεις Μέρες Ευτυχίας
του Elie Castiel
Sequences
Τρεις Μέρες Ευτυχίας
Sequences
Τρεις Μέρες Ευτυχίας
Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΑΔΡΑΝΕΙΑΣ
ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Elie Castiel, Montreal, SÉQUENCES277 | Mars— Avril2012,
Τον Δημήτρη Αθανίτη γνωρίζουμε απο τις 2000+1 Στιγμές, μια σπουδαία ταινία, αγωνιώδη, κλειστοφοβική, με χαρακτήρες παγιδευμένους και χωρίς καμία δυνατότητα επικοινωνίας στους υπαρξιακούς λαβυρίνθους ενός αιώνα που ανατέλει χωρίς σημεία αναφοράς. Μια ταινία που ήταν όμως και η σαρκική αναπαράσταση της Αθήνας, μιας πόλης διαταραγμένης, χωρίς ψυχή.
Έντεκα χρόνια αργότερα, η ελληνική αυτή πόλη παραμένει το ίδιο εξωπραγματική, σουρεαλιστική, καταθλιπτική, επεκτείνοντας τα πλοκάμια της ύπουλα, αθόρυβα, χωρίς καμία παρηγοριά για τους κατοίκους της. Αναμφίβολα επηρεασμένος απο την οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα, ο Αθανίτης προβάλλει ένα αφιλόξενο αστικό περιβάλον όπου οι σχέσεις κινούνται ανάμεσα στην αντιπαραθέση και την οργή. Αν και η αδράνεια είναι επικίνδυνη, αν και πρέπει να δράσουν γρήγορα, οι χαρακτήρες επηρεασμένοι από το περιβάλλον δείχνουν να μην μπορούν να κινήσουν τις καταστάσεις. Παρόλα αυτά προσπαθούν.
Στο επίκεντρο αυτής της ιστορίας βρίσκονται τρεις νεαρές γυναίκες: η Ιρίνα, η Άννα και η Βέρα. Η πρώτη είναι μια πόρνη, της οποίας το όνειρο είναι να μετακομίσει στον Καναδά για να αλλάξει την ζωή της. Η δεύτερη, πωλήτρια σε ένα βιβλιοπωλείο, θέλει να παντρευτεί για να ξεπεράσει τα τραύματα της προβληματικής της οικογένειας. Και η τρίτη, φοιτήτρια λογοτεχνίας, ανακαλύπτει τα μυστικά των γονιών της, μυστικά που θα επηρεάσουν την συμπεριφορά της.
Γύρω τους, γυναίκες και άντρες, εραστές, πελάτες, σύζυγοι, πατέρες, προαγωγοί και ντετέκτιβς. Όλα εδώ είναι θέμα ανταλλαγής: πωλούν το σώμα τους για το χρήμα, δίνονται για να εξασφαλίσουν ένα μέλλον σε έναν άγνωστο κόσμο, θυσιάζονται για ένα κομμάτι ευτυχίας, όσο αβέβαιο κι αν είναι αυτό.
Η σκηνοθεσία, όπως και στις 2000+1 Στιγμές, είναι παγερή. Ηθελημένα. Αντικατοπτρίζει την ψυχολογία και τις δράσεις προσώπων εγκλωβισμένων σε καταστάσεις που τα υπερβαίνουν. Γιατί οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας δεν προσπαθούν να κάνουν ρεαλισμό. Η ταινία επιλέγει να προβάλλει το ενστικτώδες, το στιγμιότυπο, αυτό που δεν βλέπουμε, αυτό που μπορούμε ίσως, να φανταστούμε. Ο Αθανίτης αξιοποιεί και πάλι το ανείπωτο, την σιωπή, τις περιεκτικές σύντομες σεκάνς.
Ως άξιος μαθητής του Μπρεσόν, προσδίδει μια συμβολική σημασία στα αντικείμενα, (καθρέπτες, τραπέζια, πόρτες, παράθυρα γέφυρες, σήραγγες, διαδρόμους) αλλά και στο σώμα (χέρια, δάχτυλα, λαιμό, ώμους, σώματα αγκαλιασμένα, βλέμματα) τους αναθέτει έναν χαρακτήρα εύστοχα αφηγηματικό. Από τον Μπέργκμαν, ο νεαρός σκηνοθέτης έχει εμπνευστεί τα μεγάλα πλάνα των προσώπων, την ακρίβεια του τόνου, τα παιχνίδια του καθρέπτη και την μελαγχολία της ατμόσφαιρας.
Οι τρεις νεαρές γυναίκες, κάθε μια απο την πλευρά της, βιώνουν έντονες συγκρούσεις και παράλληλα προσπαθούν να ξεπεράσουν την σκληρή ψυχολογική πίεση που δέχονται. Η Ιρίνα είναι ερωτευμένη με τον Mίσα, αυτόν που την δίνει στους πελάτες αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει το όνειρο της να μετακομίσει στον Καναδά, κόντρα σ΄αυτά που την δένουν επικίνδυνα με τους προστάτες της. Η Άννα είναι ερωτευμένη, γνωρίζει οτι ο φίλος της θα μπορούσε να την απατήσει αλλά συνεχίζει να αμφιταλαντεύεται πριν πάρει την μεγάλη απόφαση. Είναι διαφορετικές αλλά έχουν κοινά δύο στοιχεία: είναι νέες και το προβλήμα τους έχει σχέση με την οικογένεια.
Ετσι, η ταινία με αυτόν τον γεμάτο νόημα τίτλο, περιστρέφεται ουσιαστικά γύρω από αυτόν τον κοινωνικό θεσμό, τις διαφορετικές εκδοχές του ανάλογα με τις κοινωνικές τάξεις, τις ατέλειες του και τα μέσα επιβίωσης του. Και μιλώντας για την οικογένεια, μιλά επίσης για το φυσικό σώμα, τους μετασχηματισμούς του ανάλογα με τις καταστάσεις, τις μάσκες που φορά με το ζόρι κι εκείνες που δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να του αφαιρέσουν. Αυτά τα εκτεθειμένα σώματα παραπέμπουν επίσης στην πόλη και τον χώρο. Γυρισμένο ολόκληρο σε ένα σκούρο μπλε τόνο, το φιλμ αποκτά μια βαμπιρική διάσταση.
Η αρχή και το τέλος της ταινίας θέτουν ένα θεμελιώδες ερώτημα: «Πως μπορούμε να δώσουμε σχήμα σε κάτι που δεν υπάρχει;» Το υπαρκτό και το μη αντιληπτό, φαίνονται να συγχέονται στον Αθανίτη. Η αληθινή ζωή -και κατ'επέκταση η ευτυχία- είναι αυτό που δεν βλέπουμε. Πόσο καιρό μπορεί να διαρκέσει αυτή η ευτυχία, μια ώρα, μια μέρα, ή μια ζωή?
Ερωτήσεις στις οποίες ο σκηνοθέτης δεν δίνει καμιά απάντηση, σε μια ταινία αυστηρή, απελπισμένη, χωρίς έκβαση, που όμως με τον τρόπο αυτό αντικατοπτρίζει μια κοινωνία όπου οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι απόλυτα επηρεασμένες από το χρήμα, τις οικογενειακές σχέσεις, τον έρωτα και την αναπόδραστη επίδραση της πόλης.
Από αυτή την άποψη, οι Τρεις Μέρες Ευτυχίας είναι μια ταινία πολιτική, άξια εκπρόσωπος ενός σύγχρονου ελληνικού ρεύματος, το οποίο απορρίπτοντας οτιδήποτε τεχνητό, ωθεί σε μια αμφισβήτηση του κόσμου.
Three Days Happiness from Dimitri Athanitis on Vimeo.