Ορατές Πόλεις, Αόρατες Ιστορίες 2/2019
Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος
συζητά με τον
Δημήτρη Αθανίτη
συζητά με τον
Δημήτρη Αθανίτη
Ορατές Πόλεις, Αόρατες Ιστορίες
Ιωάννης Παρασκευόπουλος
Μια συζήτηση με τον Δημήτρη Αθανίτη
Το σινεμά του Δημήτρη Αθανίτη μπορεί να ταυτιστεί με ένα προσωπικό όραμα της Αθήνας. Στις ταινίες του η πόλη δεν κατονομάζεται ποτέ, αλλά αποκαλύπτεται ως πηγή πολλαπλών ιστοριών. Οι ήρωες των ταινιών του αποτελούν από πολλές απόψεις εκφράσεις αυτής της πόλης. Επιπλέον, οι ήρωες του Αθανίτη δίνουν στον θεατή την εντύπωση ότι «είναι ριγμένοι» στην πόλη – σύμφωνα με την ιδέα του Χαϊντέγγερ για τον άνθρωπο που είναι «ριγμένος στον κόσμο» – με μοναδικό στόχο να αναζητήσουν σωτηρία σε αυτήν.
Οι ήρωές του αιχμαλωτίζονται σε μια πόλη που μερικές φορές μπορεί να παρουσιάζεται ως φυλακή, όπως συμβαίνει στην επιστημονικής φαντασίας εκδοχή της Αθήνας στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο (Αθανίτης, 1997) ή στο Τρεις Μέρες Ευτυχίας (Αθανίτης, 2011 ). Η αναπαράσταση της πόλης, στη συσχέτισή της με τον κόσμο των νεκρών, μπορεί επίσης να είναι μια τεράστια μεταφορά για τη σύγχρονη ζωή, όπως συμβαίνει στο Αόρατος (Αθανίτης, 2015). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το σινεμά του Αθανίτη μπορεί να χαρακτηριστεί ως σκοτεινό και μερικές φορές ως δυστοπικό.
Η διαρκής αναφορά του σκηνοθέτη στην πόλη απορρέει από τη συνεχή αναζήτησή του για την ανακάλυψη της κρυμμένης πλευράς της πόλης. Η αναζήτησή του για το άγνωστο μοιάζει με τη μέθοδο παρατήρησης ενός περιπατητή: προσπαθεί να ανακαλύψει τα πολλαπλά στρώματα της μητρόπολης και, ταυτόχρονα, απέχει από οποιαδήποτε μορφή ταύτισης με αυτήν.
Αυτό με οδηγεί στο να υποστηρίξω ότι οι ταινίες του αποτελούνται από λήψεις που είναι ίχνη ή θραύσματα της προσωπικής του παρατήρησης της πόλης. Η αναπαράσταση της πόλης στο σινεμά του Αθανίτη είναι ταυτόχρονα μια αρχαιολογική έρευνα για την ιστορία της πόλης και ένας προβληματισμός για τα αποτελέσματα των παράλληλων κόσμων που υπάρχουν μέσα στη μητρόπολη.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο σκηνοθέτης μιλά για την ιδέα του για την πόλη (και κατά συνέπεια για τον κόσμο) στο σινεμά του και για τη συνύπαρξη του παρελθόντος και του παρόντος στο έργο του.
Ιωάννης Παρασκευόπουλος: Είστε αναμφίβολα ένας αστικός σκηνοθέτης, ένας σκηνοθέτης που κινηματογραφεί την πόλη. Από πού προέρχεται αυτή η επιθυμία να απεικονίζετε την πόλη στις ταινίες σας;
Δημήτρης Αθανίτης: Έχω ζήσει πάντα στο κέντρο της πόλης. Όταν επισκέπτομαι ξένες πόλεις, μένω πάντα στο κέντρο. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου έξω από το κέντρο της πόλης.
I.Π.: Στον πυρήνα της πόλης…
Δ.Α.: Ναι, στον πυρήνα της πόλης. Πιστεύω ότι έξω από το κέντρο της πόλης, στα περίχωρα της πόλης, συναντάμε κάτι διαφορετικό. Είναι ένα είδος επαρχίας. Είναι ένας διαφορετικός κόσμος… Το κέντρο της πόλης έχει το τεράστιο πλεονέκτημα ότι περιλαμβάνει τα πάντα. Περιλαμβάνει όλες τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας. Αυτή είναι η δύναμή του.
Ι.Π .: Υπάρχουν σκηνοθέτες που σας έχουν επηρεάσει όσον αφορά την κινηματογράφηση της πόλης;
Δ.Α.: Αν το σκεφτώ σήμερα, θα μπορούσα να πω οι ασπρόμαυρες ταινίες του Νέου Κύματος. Ανακάλυψα το Παρίσι μέσα από αυτές τις ταινίες. Όταν επισκέφτηκα το Παρίσι αναζήτησα αυτή την πλευρά του. Υπήρχε κατά κάποιο τρόπο. Ήταν διαφορετικό από τις ταινίες, αλλά υπήρχε.
Ι.Π.:Οι χαρακτήρες σας μου δίνουν την εντύπωση ότι «είναι ριγμένοι» στην πόλη. Όπως στην περίπτωσης της Ιρίνας, στο Τρεις Μέρες Ευτυχίας, του Ορφέα, στο Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο, ή του πρωταγωνιστή του Αόρατου. Όλοι τους αγωνίζονται για κάτι. Είναι ριγμένοι στην πόλη και παλεύουν μέσα σ’ αυτήν. Αυτό διαδραματίζεται ενώ έχουν την πόλη ως φόντο, αλλά ταυτόχρονα είναι και οργανικά μέρη της πόλης.
Δ.Α.: Πράγματι, αυτοί οι χαρακτήρες είναι μέρη της πόλης, αλλά ταυτόχρονα είναι και σαν ξένοι προς αυτήν. Η Ευρυδίκη απελευθερώνεται από τη φυλακή. Η Ιρίνα προσπαθεί να δραπετεύσει από την κατάσταση της ζωής της. Η πρώτη προσπαθεί να δραπετεύσει από τη φυλακή, η δεύτερη ζει σε μια φυλακή.
Στην πρώτη μου ταινία, το Αντίο Βερολίνο (1994), ο πρωταγωνιστής «ρίχνεται» σε μια ξένη πόλη. Φεύγει από το Βερολίνο και έρχεται στην Αθήνα για να βρει παραγωγό για την ταινία του. Έτσι, ο ήρωας αφήνει το φυσικό του περιβάλλον. Φτάνει στην Αθήνα και ανακαλύπτει την πόλη – ή μάλλον, την ξαναανακαλύπτει…
Νομίζω ότι η δυσκολότερη πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς είναι να βρεθεί σε μια ξένη πόλη χωρίς χρήματα. Είναι μια τεράστια πρόκληση... Πρέπει να βρεις τρόπους για να τα βγάλεις πέρα... Δεν έχω βρεθεί ποτέ σε αυτή την κατάσταση...
Από τη μια, είμαι παιδί της πόλης. Πιστεύω ότι η σύγχρονη ζωή περικλείεται στην πόλη. Από την άλλη, νιώθω σαν ξένος... Νιώθω σαν μόλις να έφθασα την πόλη. Δεν ταυτίζομαι με καμιά πλευρά της… Δεν έχω καμία συναισθηματική προσκόλληση στην Αθήνα. Υπάρχω στο ενδιάμεσο. Δεν είμαι ούτε μέσα ούτε έξω. Έχω ζήσει σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι μου λείπουν ή ότι τις επισκέπτομαι που και που από συναισθηματική περιέργεια. Οι χαρακτήρες των ταινιών μου είναι ακριβώς το ίδιο.
Ι.Π.: Είστε λοιπόν μάλλον εσωστρεφής. Συγκεντρώνετε τις εντυπώσεις σας μέσα σας…
Δ.Α.: Καθώς ανακάλυπτα την πόλη – δεν είναι τυχαίο που σπούδασα αρχιτεκτονική, αν και είχα αποφασίσει ήδη πολύ πριν να γίνω σκηνοθέτης – ανακάλυπτα ταυτόχρονα μια πλευρά της πόλης που υπήρχε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, σκεφτείτε τα νεοκλασικά κτίρια και σπίτια. Αυτό το είδος αρχιτεκτονικής αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο κόσμο. Δεν είναι μόνο κτίρια. Τα κτίρια αντιπροσωπεύουν έναν κόσμο.
Το πρώτο μέρος που νοίκιασα ποτέ ήταν ένα νεοκλασικό σπίτι στο Μεταξουργείο. Επίσης, η διάλεξή μου πριν από τη διπλωματική μου στο Πολυτεχνείο αφορούσε την ώχρα στα νεοκλασικά κτίρια. Αυτή η διττή διάσταση της πόλης είναι το σημείο εκκίνησης του έργου μου: η πόλη του παρόντος και, ταυτόχρονα, η πόλη του παρελθόντος που εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα με πολλούς τρόπους. Τα σημάδια του παρελθόντος είναι ορατά σήμερα. Μπορούμε να δούμε τα ίχνη ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, ενός διαφορετικού πολιτισμού.
Ι.Π.: Ο Παρθενώνας, που εμφανίζεται στον τελευταίο όροφο στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι ένα σημάδι αναγνώρισης της πόλης αλλά με φουτουριστικό τρόπο.
Δ.Α.: Ναι, είναι ρετρό γιατί η ταινία είναι φουτουριστική. Θα αποκαλούσα αυτήν τη σκηνή «φουτουριστικό ρετρό». Επίσης, σ’ αυτήν την ταινία φαίνεται η υπέροχη εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και άλλα μέρη σαν κι αυτή. Αυτά είναι σύμβολα της πόλης. Για παράδειγμα, το εργοστάσιο της Φιξ, που σήμερα έχει μετατραπεί σε Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης… Ακριβώς δίπλα στο ιστορικό κτίριο του Ι.Κ.Α. στη Λεωφόρο Πειραιώς υπάρχει μια μικρή εκκλησία που έχει χτιστεί από τον Έρνστ Τσίλερ. Αυτό το είδος πολυφωνίας είναι υπέροχο ...
Ακριβώς απέναντί τους, υπάρχει το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Έχω χρησιμοποιήσει αυτό το νεκροταφείο στην ταινία Πόλη των Θαυμάτων (2004). Το παρουσίασα με διαφορετικό τρόπο… Μπορείτε να δείτε τη σύνδεση μεταξύ αυτής της ταινίας και εκείνων που ακολουθούν. Υπάρχει ένα είδος ασυνείδητης έκφρασης της μυθολογίας των νεκρών στις ταινίες μου. Στη Πόλη των Θαυμάτων, ένα από τα κύρια πρόσωπα, μια Αμερικανίδα φοιτήτρια, περιπλανιέται μέσα στο αρχαίο νεκροταφείο. Ξαφνικά, με δική της πρωτοβουλία, σταματά μπροστά από ένα επιτύμβιο που απεικονίζει τη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Την αγγίζει απαλά με τα δάχτυλά της.
Ι.Π.: Θα μπορούσα να σας χαρακτηρίσω ως αρχαιολόγο της πόλης με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ερευνάτε το παρόν της Αθήνας, ενώ ταυτόχρονα εξερευνάτε την ιστορία της πόλης ή, για να το πούμε καλύτερα, «ανασκάπτετε» τα πολλαπλά στρώματα της πόλης. Αυτή είναι μια μέθοδος που οδηγεί σε μια πολυδιάστατη απεικόνιση της πόλης.
Δ.Α.: Ακριβώς! Θέλω να γυρίσω μια ταινία για έναν δολοφόνο που έρχεται στην Αθήνα για να εκτελέσει ένα συμβόλαιο – γιατί είναι το μόνο άλλο επάγγελμα που θα είχα αν δεν ήμουν σκηνοθέτης! (ο Δ.Α. γελάει). Θα είναι μια αφορμή για να περιπλανηθούμε στο παρελθόν αυτής της πόλης. Διότι το παρελθόν μπορεί να μας φανεί τρελό βλέποντάς το από τη σημερινή οπτική γωνία.
Για παράδειγμα, κάποτε στην πλατεία Κουμουνδούρου κολυμπούσαν παιδιά... Εκείνα τα χρόνια, στην πλατεία υπήρχε πισίνα... Και δεν έχει περάσει τόσος καιρός, όσο θα φανταζόταν κανείς... Αυτό συνέβαινε στη δεκαετία του '60. Θα μπορούσα να πω ότι υπήρξε μια διακοπή της συνέχειας στην Αθήνα. Και το βλέπουμε διαρκώς, σε ποικιλία θεμάτων. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν οικογένειες της ανώτερης τάξης που να συνεχίζουν μια μακρά οικογενειακή παράδοση. Αυτή είναι μια κλασική παράδοση της αστικής τάξης.
Ι.Π.: Υπάρχει διακοπή της συνέχειας σε πολλά πράγματα.
Δ.Α.: Αυτό είναι που με ενδιαφέρει: η συνέχεια.
Ι.Π.: Προσπαθείτε να δημιουργήσετε μια συνέχεια της Αθήνας στο έργο σας; Η κινηματογραφική πραγματικότητα μπορεί να επηρεάσει την «πραγματική πραγματικότητα»… Νομίζω ότι από πολλές απόψεις ο σκοπός του κινηματογράφου είναι να επηρεάσει την πραγματικότητα.
Δ.Α.: Συμφωνώ με αυτό. Για παράδειγμα, το Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι μια ταινία μυθοπλασίας, αλλά υπάρχουν σε αυτήν στοιχεία που σήμερα μπορούν να χαρακτηριστούν ως ντοκουμέντα μιας άλλης εποχής. Ο κινηματογράφος Αττικόν δεν υπάρχει πια, ούτε ο κινηματογράφος Απόλλων. Το εργοστάσιο της Φιξ δεν υπάρχει πια. Μια σειρά κτιρίων έχουν πάψει να υπάρχουν.
Η διακοπή της συνέχειας στην Αθήνα είναι τρομερή, ενώ σε άλλες πόλεις η συνέχεια είναι πολύ παρούσα στην καθημερινή ζωή. Το παρελθόν επικρατεί με πολλούς τρόπους. Δεν βλέπει κανείς το είδος της διακοπής που έχει συμβεί εδώ. Για παράδειγμα, πολλά κτίρια στο Βερολίνο ή στη Δρέσδη αποκαταστάθηκαν μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ εδώ εάν κάτι καταστραφεί δεν επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση.
Ι.Π.: Οι δύο ταινίες, το Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο και ο Αόρατος– που τις χωρίζει μια απόσταση δεκαπέντε ετών – έχουν πολλά κοινά. Πρώτα απ' όλα, συνδέονται μέσω της μυθολογίας. Στην πρώτη, υπάρχει ο κλασικός μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης, που τον τοποθετείτε σε μια φουτουριστική Αθήνα, ενώ στον Αόρατοο κύριος χαρακτήρας ζει στην πόλη της Ελευσίνας, ένα μέρος που συνδέεται με τους νεκρούς. Εδώ ήταν ο τόπος όπου τελούνταν τα Μεγάλα Μυστήρια και όπου η Περσεφόνη ξαναεμφανιζόταν στον κόσμο των ζωντανών.
Ο πρωταγωνιστής του Αόρατουείναι μια χαρακτηριστική μορφή της σημερινής Ελλάδας – λόγω του γεγονότος ότι χάνει τη δουλειά του – αλλά ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να επιβιώσει στον κόσμο των νεκρών. Υπάρχει ένα είδος δυστοπίας που είναι εμφανές στις δύο ταινίες, τόσο στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η πόλη όσο και στον τρόπο με τον οποίο οι χαρακτήρες προσπαθούν να επιβιώσουν και συνεπώς να ζήσουν σε αυτή την πόλη.
Τέλος, θα έλεγα ότι το είδος δυστοπίας που απεικονίζεται στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο δεν είναι τόσο απειλητικό και βίαιο όσο στον Αόρατο.
Δ.Α.: Ο Αόρατος μπορεί να είναι πιο ρεαλιστική ταινία, με την έννοια ότι τοποθετείται στη σημερινή Ελλάδα και έτσι δημιουργεί μια πιο άμεση σχέση με τους θεατές. Ο χώρος στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο μπορεί να είναι ελκυστικός, αλλά υπάρχει επίσης ένα αίσθημα αποστασιοποίησης. Δεν είναι τόσο κοντά μας, διότι τοποθετείται στο μέλλον. Εκ πρώτης όψεως, η ταινία δεν απεικονίζει εμάς, ενώ ο Αόρατος βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας και αυτό κάνει την ταινία πολύ έντονη.
Ι.Π.: Θα έλεγα ότι το θέμα στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι διαχρονικό με πολλούς τρόπους, διότι έχει ως θέμα τον έρωτα. Ο Αόρατος αναφέρεται στο παρόν.
Δ.Α.: Δεν τοποθέτησα τυχαία την ιστορία του Αόρατου στην Ελευσίνα. Όπως ανέφερα προηγουμένως, το Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι μια ταινία «ρετρό φουτουρισμού», αφού αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα είναι φουτουριστική ταινία. Υπάρχει ένα διαφορετικό είδος επιστροφής στον κόσμο των νεκρών. Στην αρχαιότητα υπήρχε μια γιορτή. Σήμερα, το μέρος είναι ένας εφιάλτης.
Στον Αόρατο συναντάμε τον κόσμο των νεκρών. Επίσης, χρησιμοποίησα σκόπιμα τη σκηνή με το νεκροταφείο. Είναι ένα φανταστικό μέρος. Αυτό το νεκροταφείο είναι γεμάτο από τάφους μεταναστών από τον Πόντο. Έχουν κτίσει πολλούς από τους τάφους ως μνημεία. Είναι καταπληκτικοί. Το να κτίζεις τους τάφους με τέτοιο τρόπο είναι παράλογη απόφαση. Οι τάφοι αυτών των νεκρών είναι σαν τον πρωταγωνιστή: ήταν αόρατοι και προσπάθησαν να γίνουν ορατοί μετά θάνατον κτίζοντας αυτά τα μνημεία.
Είναι μια ταινία που φωτίζει έναν αόρατο κόσμο. Αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει και τους νεκρούς. Χρησιμοποιώ τη λέξη «νεκρός» κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ι.Π.: Τι καθιστά τον άνθρωπο ορατό σήμερα;
Δ.Α.: Θα έλεγα η εξουσία.
Ι.Π.: Η τελευταία σας ταινία Λαβύρινθος, η οποία είναι ακόμα στα γυρίσματα, έχει ως θέμα τις στοές της Αθήνας. Είναι ντοκιμαντέρ;
Δ.Α.: Στην πραγματικότητα, είναι ένα φανταστικό ντοκιμαντέρ. Πρέπει να αναφέρω ότι πριν από τον Λαβύρινθο είχα δημιουργήσει μια εγκατάσταση με τον τίτλο Κρυμμένη Πόλη ή AthensUnderground, που αναφέρεται σε μια κρυμμένη Αθήνα.
Είναι μια εγκατάσταση που αποτελείται από υλικό από τις ταινίες μου. Το υλικό αυτό αντικατοπτρίζει τη σχέση μου με την πόλη. Το έχω παρουσιάσει έξι φορές μέχρι σήμερα… Είναι υλικό που έχει να κάνει με μια πόλη που μας περιβάλλει, αλλά ταυτόχρονα είναι αόρατη.
Με τη νέα μου ταινία Λαβύρινθος ήθελα να βυθιστώ στις στοές της Αθήνας που παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα. Η πρώτη στοά στην Αθήνα ήταν η στοά του Αττάλου. Δημιουργήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι σύγχρονες στοές πρωτοεμφανίστηκαν στο Παρίσι τον 18ο αιώνα. Έναν αιώνα αργότερα είχαν εξαπλωθεί παντού. Η περίφημη Galleriaτου Μιλάνου δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1850. Αμέσως μετά έχουμε την εμφάνιση της πρώτης στοάς στην Αθήνα, το 1880. Βρίσκεται στην οδό Ερμού. Υπάρχει επίσης μια ιδιαιτερότητα στις αθηναϊκές στοές: σχηματίζουν έναν λαβύρινθο. Αυτές οι στοές περιλαμβάνουν έναν ολόκληρο κόσμο.
Ι.Π.: Αυτό έχει γίνει σκόπιμα;
Δ.Α.: Αυτό συνέβη λόγω του χαοτικού πολεοδομικού σχεδιασμού! Πρέπει να αναφέρω ότι πολλοί επαγγελματίες βρήκαν καταφύγιο σε εκείνους τους τότε νεόκτιστους χώρους. Πολλοί πρόσφυγες από τη Σμύρνη κ.λπ.… Σήμερα μπορεί να δει κανείς ότι αυτά τα μέρη είναι σε παρακμή και αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να γυρίσω αυτήν την ταινία.
Διότι υπάρχει πιθανότητα αυτά τα μέρη να μην υπάρχουν πια στο εγγύς μέλλον. Η πρώτη ελληνική φωτογραφική μηχανή δημιουργήθηκε μέσα σε μία από αυτές τις στοές, στην οδό Ερμού, το 1951.
Ι.Π.: Κατά κάποιο τρόπο το ασυνείδητο της πόλης βρίσκεται σε αυτές τις στοές…
Δ.Α.: Δεν είναι μόνο το ασυνείδητο της πόλης αλλά και το ασυνείδητο μιας ολόκληρης κοινωνίας που αντανακλάται εκεί. Το κέντρο της πόλης είναι ο ζωτικός χώρος της πόλης. Είναι το μέρος όπου έρχονται οι άνθρωποι για να ψωνίσουν, να διασκεδάσουν κ.λπ.... Εκεί μπορεί κανείς να δει όλες τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις μαζί.
Οι καταστηματάρχες γνωρίζουν την ιστορία των στοών. Γνωρίζουν την ιστορική αξία αυτών των τόπων. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι οι φορείς μιας μνήμης. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ζωντανή ιστορία… Εκτός από τα ανθρώπινα πρόσωπα, υπάρχουν και τα καταστήματα. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα κατάστημα που πουλάει σημαίες. Είχε πρωτοδημιουργηθεί στη Σμύρνη τη δεκαετία του 1880. Η οικογένεια έφυγε μετά την καταστροφή και ήρθε εδώ. Και το κατάστημα εξακολουθεί να υπάρχει εδώ, σήμερα.
Όλα αυτά τα πρόσωπα είναι πρόσωπα του κέντρου. Δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πουθενά αλλού. Υπάρχει ένα αόρατο δίχτυ προσώπων που υπάρχει και χρειάζεται να ξετυλιχτεί. Το παρελθόν αναδύεται στο παρόν.
Ι.Π.: Τι προσπαθείτε να πετύχετε μέσω των ταινιών σας;
Δ.Α.: Μέσα από τις ταινίες μου προσπαθώ να ανακαλύψω τη συνέχεια. Επειδή υπάρχει συνέχεια των πραγμάτων...
Ι.Π.: Αν και υπάρχει μια ιστορική και υλική συνέχεια σε μια κοινωνία, το παρόν μας εμφανίζεται όλο και πιο αποκομμένο από το παρελθόν…
Δ.Α.: Τα σημάδια της συνέχειας είναι πολύ ορατά και η εξουσία προσπαθεί συνεχώς να καταστρέφει και να διαλύει αυτά τα σημάδια. Η εξουσία το κάνει αυτό για να δημιουργήσει ρήξη ανάμεσα σε μας και στο παρελθόν. Η εξουσία προσπαθεί να καταστρέψει τη μνήμη και τη γνώση. Απόδειξη αυτού είναι ότι συνεχίζουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη. Η ιστορική γνώση υπάρχει σήμερα μόνο σε συναισθηματικό επίπεδο. Δεν εξετάζουμε τις αιτίες και τις επιπτώσεις κάποιου συμβάντος.
Ι.Π.: Η μνήμη και η γνώση παράγουν σκέψη…
Δ.Α.:Στην αναζήτησή μου για συνέχεια συνεχίζω να ανακαλύπτω ζωντανές ιστορίες. Ανακαλύπτω την παραγωγή από τεχνίτες, ενώ η παραγωγή, όπως τη γνωρίζουμε, παύει να υπάρχει. Ανακαλύπτω μια παλιά παράδοση που συνεχίζεται σήμερα.
Ι.Π.: Και αυτή είναι μια μορφή αντίστασης.
Δ.Α.: Ακριβώς. Αντίσταση μέσω της μνήμης.
Ιωάννης Παρασκευόπουλος
Μια συζήτηση με τον Δημήτρη Αθανίτη
Το σινεμά του Δημήτρη Αθανίτη μπορεί να ταυτιστεί με ένα προσωπικό όραμα της Αθήνας. Στις ταινίες του η πόλη δεν κατονομάζεται ποτέ, αλλά αποκαλύπτεται ως πηγή πολλαπλών ιστοριών. Οι ήρωες των ταινιών του αποτελούν από πολλές απόψεις εκφράσεις αυτής της πόλης. Επιπλέον, οι ήρωες του Αθανίτη δίνουν στον θεατή την εντύπωση ότι «είναι ριγμένοι» στην πόλη – σύμφωνα με την ιδέα του Χαϊντέγγερ για τον άνθρωπο που είναι «ριγμένος στον κόσμο» – με μοναδικό στόχο να αναζητήσουν σωτηρία σε αυτήν.
Οι ήρωές του αιχμαλωτίζονται σε μια πόλη που μερικές φορές μπορεί να παρουσιάζεται ως φυλακή, όπως συμβαίνει στην επιστημονικής φαντασίας εκδοχή της Αθήνας στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο (Αθανίτης, 1997) ή στο Τρεις Μέρες Ευτυχίας (Αθανίτης, 2011 ). Η αναπαράσταση της πόλης, στη συσχέτισή της με τον κόσμο των νεκρών, μπορεί επίσης να είναι μια τεράστια μεταφορά για τη σύγχρονη ζωή, όπως συμβαίνει στο Αόρατος (Αθανίτης, 2015). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το σινεμά του Αθανίτη μπορεί να χαρακτηριστεί ως σκοτεινό και μερικές φορές ως δυστοπικό.
Η διαρκής αναφορά του σκηνοθέτη στην πόλη απορρέει από τη συνεχή αναζήτησή του για την ανακάλυψη της κρυμμένης πλευράς της πόλης. Η αναζήτησή του για το άγνωστο μοιάζει με τη μέθοδο παρατήρησης ενός περιπατητή: προσπαθεί να ανακαλύψει τα πολλαπλά στρώματα της μητρόπολης και, ταυτόχρονα, απέχει από οποιαδήποτε μορφή ταύτισης με αυτήν.
Αυτό με οδηγεί στο να υποστηρίξω ότι οι ταινίες του αποτελούνται από λήψεις που είναι ίχνη ή θραύσματα της προσωπικής του παρατήρησης της πόλης. Η αναπαράσταση της πόλης στο σινεμά του Αθανίτη είναι ταυτόχρονα μια αρχαιολογική έρευνα για την ιστορία της πόλης και ένας προβληματισμός για τα αποτελέσματα των παράλληλων κόσμων που υπάρχουν μέσα στη μητρόπολη.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο σκηνοθέτης μιλά για την ιδέα του για την πόλη (και κατά συνέπεια για τον κόσμο) στο σινεμά του και για τη συνύπαρξη του παρελθόντος και του παρόντος στο έργο του.
Ιωάννης Παρασκευόπουλος: Είστε αναμφίβολα ένας αστικός σκηνοθέτης, ένας σκηνοθέτης που κινηματογραφεί την πόλη. Από πού προέρχεται αυτή η επιθυμία να απεικονίζετε την πόλη στις ταινίες σας;
Δημήτρης Αθανίτης: Έχω ζήσει πάντα στο κέντρο της πόλης. Όταν επισκέπτομαι ξένες πόλεις, μένω πάντα στο κέντρο. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου έξω από το κέντρο της πόλης.
I.Π.: Στον πυρήνα της πόλης…
Δ.Α.: Ναι, στον πυρήνα της πόλης. Πιστεύω ότι έξω από το κέντρο της πόλης, στα περίχωρα της πόλης, συναντάμε κάτι διαφορετικό. Είναι ένα είδος επαρχίας. Είναι ένας διαφορετικός κόσμος… Το κέντρο της πόλης έχει το τεράστιο πλεονέκτημα ότι περιλαμβάνει τα πάντα. Περιλαμβάνει όλες τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας. Αυτή είναι η δύναμή του.
Ι.Π .: Υπάρχουν σκηνοθέτες που σας έχουν επηρεάσει όσον αφορά την κινηματογράφηση της πόλης;
Δ.Α.: Αν το σκεφτώ σήμερα, θα μπορούσα να πω οι ασπρόμαυρες ταινίες του Νέου Κύματος. Ανακάλυψα το Παρίσι μέσα από αυτές τις ταινίες. Όταν επισκέφτηκα το Παρίσι αναζήτησα αυτή την πλευρά του. Υπήρχε κατά κάποιο τρόπο. Ήταν διαφορετικό από τις ταινίες, αλλά υπήρχε.
Ι.Π.:Οι χαρακτήρες σας μου δίνουν την εντύπωση ότι «είναι ριγμένοι» στην πόλη. Όπως στην περίπτωσης της Ιρίνας, στο Τρεις Μέρες Ευτυχίας, του Ορφέα, στο Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο, ή του πρωταγωνιστή του Αόρατου. Όλοι τους αγωνίζονται για κάτι. Είναι ριγμένοι στην πόλη και παλεύουν μέσα σ’ αυτήν. Αυτό διαδραματίζεται ενώ έχουν την πόλη ως φόντο, αλλά ταυτόχρονα είναι και οργανικά μέρη της πόλης.
Δ.Α.: Πράγματι, αυτοί οι χαρακτήρες είναι μέρη της πόλης, αλλά ταυτόχρονα είναι και σαν ξένοι προς αυτήν. Η Ευρυδίκη απελευθερώνεται από τη φυλακή. Η Ιρίνα προσπαθεί να δραπετεύσει από την κατάσταση της ζωής της. Η πρώτη προσπαθεί να δραπετεύσει από τη φυλακή, η δεύτερη ζει σε μια φυλακή.
Στην πρώτη μου ταινία, το Αντίο Βερολίνο (1994), ο πρωταγωνιστής «ρίχνεται» σε μια ξένη πόλη. Φεύγει από το Βερολίνο και έρχεται στην Αθήνα για να βρει παραγωγό για την ταινία του. Έτσι, ο ήρωας αφήνει το φυσικό του περιβάλλον. Φτάνει στην Αθήνα και ανακαλύπτει την πόλη – ή μάλλον, την ξαναανακαλύπτει…
Νομίζω ότι η δυσκολότερη πρόκληση που μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς είναι να βρεθεί σε μια ξένη πόλη χωρίς χρήματα. Είναι μια τεράστια πρόκληση... Πρέπει να βρεις τρόπους για να τα βγάλεις πέρα... Δεν έχω βρεθεί ποτέ σε αυτή την κατάσταση...
Από τη μια, είμαι παιδί της πόλης. Πιστεύω ότι η σύγχρονη ζωή περικλείεται στην πόλη. Από την άλλη, νιώθω σαν ξένος... Νιώθω σαν μόλις να έφθασα την πόλη. Δεν ταυτίζομαι με καμιά πλευρά της… Δεν έχω καμία συναισθηματική προσκόλληση στην Αθήνα. Υπάρχω στο ενδιάμεσο. Δεν είμαι ούτε μέσα ούτε έξω. Έχω ζήσει σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι μου λείπουν ή ότι τις επισκέπτομαι που και που από συναισθηματική περιέργεια. Οι χαρακτήρες των ταινιών μου είναι ακριβώς το ίδιο.
Ι.Π.: Είστε λοιπόν μάλλον εσωστρεφής. Συγκεντρώνετε τις εντυπώσεις σας μέσα σας…
Δ.Α.: Καθώς ανακάλυπτα την πόλη – δεν είναι τυχαίο που σπούδασα αρχιτεκτονική, αν και είχα αποφασίσει ήδη πολύ πριν να γίνω σκηνοθέτης – ανακάλυπτα ταυτόχρονα μια πλευρά της πόλης που υπήρχε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, σκεφτείτε τα νεοκλασικά κτίρια και σπίτια. Αυτό το είδος αρχιτεκτονικής αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο κόσμο. Δεν είναι μόνο κτίρια. Τα κτίρια αντιπροσωπεύουν έναν κόσμο.
Το πρώτο μέρος που νοίκιασα ποτέ ήταν ένα νεοκλασικό σπίτι στο Μεταξουργείο. Επίσης, η διάλεξή μου πριν από τη διπλωματική μου στο Πολυτεχνείο αφορούσε την ώχρα στα νεοκλασικά κτίρια. Αυτή η διττή διάσταση της πόλης είναι το σημείο εκκίνησης του έργου μου: η πόλη του παρόντος και, ταυτόχρονα, η πόλη του παρελθόντος που εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα με πολλούς τρόπους. Τα σημάδια του παρελθόντος είναι ορατά σήμερα. Μπορούμε να δούμε τα ίχνη ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, ενός διαφορετικού πολιτισμού.
Ι.Π.: Ο Παρθενώνας, που εμφανίζεται στον τελευταίο όροφο στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι ένα σημάδι αναγνώρισης της πόλης αλλά με φουτουριστικό τρόπο.
Δ.Α.: Ναι, είναι ρετρό γιατί η ταινία είναι φουτουριστική. Θα αποκαλούσα αυτήν τη σκηνή «φουτουριστικό ρετρό». Επίσης, σ’ αυτήν την ταινία φαίνεται η υπέροχη εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και άλλα μέρη σαν κι αυτή. Αυτά είναι σύμβολα της πόλης. Για παράδειγμα, το εργοστάσιο της Φιξ, που σήμερα έχει μετατραπεί σε Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης… Ακριβώς δίπλα στο ιστορικό κτίριο του Ι.Κ.Α. στη Λεωφόρο Πειραιώς υπάρχει μια μικρή εκκλησία που έχει χτιστεί από τον Έρνστ Τσίλερ. Αυτό το είδος πολυφωνίας είναι υπέροχο ...
Ακριβώς απέναντί τους, υπάρχει το αρχαίο νεκροταφείο του Κεραμεικού. Έχω χρησιμοποιήσει αυτό το νεκροταφείο στην ταινία Πόλη των Θαυμάτων (2004). Το παρουσίασα με διαφορετικό τρόπο… Μπορείτε να δείτε τη σύνδεση μεταξύ αυτής της ταινίας και εκείνων που ακολουθούν. Υπάρχει ένα είδος ασυνείδητης έκφρασης της μυθολογίας των νεκρών στις ταινίες μου. Στη Πόλη των Θαυμάτων, ένα από τα κύρια πρόσωπα, μια Αμερικανίδα φοιτήτρια, περιπλανιέται μέσα στο αρχαίο νεκροταφείο. Ξαφνικά, με δική της πρωτοβουλία, σταματά μπροστά από ένα επιτύμβιο που απεικονίζει τη Δήμητρα και την Περσεφόνη. Την αγγίζει απαλά με τα δάχτυλά της.
Ι.Π.: Θα μπορούσα να σας χαρακτηρίσω ως αρχαιολόγο της πόλης με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ερευνάτε το παρόν της Αθήνας, ενώ ταυτόχρονα εξερευνάτε την ιστορία της πόλης ή, για να το πούμε καλύτερα, «ανασκάπτετε» τα πολλαπλά στρώματα της πόλης. Αυτή είναι μια μέθοδος που οδηγεί σε μια πολυδιάστατη απεικόνιση της πόλης.
Δ.Α.: Ακριβώς! Θέλω να γυρίσω μια ταινία για έναν δολοφόνο που έρχεται στην Αθήνα για να εκτελέσει ένα συμβόλαιο – γιατί είναι το μόνο άλλο επάγγελμα που θα είχα αν δεν ήμουν σκηνοθέτης! (ο Δ.Α. γελάει). Θα είναι μια αφορμή για να περιπλανηθούμε στο παρελθόν αυτής της πόλης. Διότι το παρελθόν μπορεί να μας φανεί τρελό βλέποντάς το από τη σημερινή οπτική γωνία.
Για παράδειγμα, κάποτε στην πλατεία Κουμουνδούρου κολυμπούσαν παιδιά... Εκείνα τα χρόνια, στην πλατεία υπήρχε πισίνα... Και δεν έχει περάσει τόσος καιρός, όσο θα φανταζόταν κανείς... Αυτό συνέβαινε στη δεκαετία του '60. Θα μπορούσα να πω ότι υπήρξε μια διακοπή της συνέχειας στην Αθήνα. Και το βλέπουμε διαρκώς, σε ποικιλία θεμάτων. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν οικογένειες της ανώτερης τάξης που να συνεχίζουν μια μακρά οικογενειακή παράδοση. Αυτή είναι μια κλασική παράδοση της αστικής τάξης.
Ι.Π.: Υπάρχει διακοπή της συνέχειας σε πολλά πράγματα.
Δ.Α.: Αυτό είναι που με ενδιαφέρει: η συνέχεια.
Ι.Π.: Προσπαθείτε να δημιουργήσετε μια συνέχεια της Αθήνας στο έργο σας; Η κινηματογραφική πραγματικότητα μπορεί να επηρεάσει την «πραγματική πραγματικότητα»… Νομίζω ότι από πολλές απόψεις ο σκοπός του κινηματογράφου είναι να επηρεάσει την πραγματικότητα.
Δ.Α.: Συμφωνώ με αυτό. Για παράδειγμα, το Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι μια ταινία μυθοπλασίας, αλλά υπάρχουν σε αυτήν στοιχεία που σήμερα μπορούν να χαρακτηριστούν ως ντοκουμέντα μιας άλλης εποχής. Ο κινηματογράφος Αττικόν δεν υπάρχει πια, ούτε ο κινηματογράφος Απόλλων. Το εργοστάσιο της Φιξ δεν υπάρχει πια. Μια σειρά κτιρίων έχουν πάψει να υπάρχουν.
Η διακοπή της συνέχειας στην Αθήνα είναι τρομερή, ενώ σε άλλες πόλεις η συνέχεια είναι πολύ παρούσα στην καθημερινή ζωή. Το παρελθόν επικρατεί με πολλούς τρόπους. Δεν βλέπει κανείς το είδος της διακοπής που έχει συμβεί εδώ. Για παράδειγμα, πολλά κτίρια στο Βερολίνο ή στη Δρέσδη αποκαταστάθηκαν μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ εδώ εάν κάτι καταστραφεί δεν επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση.
Ι.Π.: Οι δύο ταινίες, το Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο και ο Αόρατος– που τις χωρίζει μια απόσταση δεκαπέντε ετών – έχουν πολλά κοινά. Πρώτα απ' όλα, συνδέονται μέσω της μυθολογίας. Στην πρώτη, υπάρχει ο κλασικός μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης, που τον τοποθετείτε σε μια φουτουριστική Αθήνα, ενώ στον Αόρατοο κύριος χαρακτήρας ζει στην πόλη της Ελευσίνας, ένα μέρος που συνδέεται με τους νεκρούς. Εδώ ήταν ο τόπος όπου τελούνταν τα Μεγάλα Μυστήρια και όπου η Περσεφόνη ξαναεμφανιζόταν στον κόσμο των ζωντανών.
Ο πρωταγωνιστής του Αόρατουείναι μια χαρακτηριστική μορφή της σημερινής Ελλάδας – λόγω του γεγονότος ότι χάνει τη δουλειά του – αλλά ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να επιβιώσει στον κόσμο των νεκρών. Υπάρχει ένα είδος δυστοπίας που είναι εμφανές στις δύο ταινίες, τόσο στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται η πόλη όσο και στον τρόπο με τον οποίο οι χαρακτήρες προσπαθούν να επιβιώσουν και συνεπώς να ζήσουν σε αυτή την πόλη.
Τέλος, θα έλεγα ότι το είδος δυστοπίας που απεικονίζεται στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο δεν είναι τόσο απειλητικό και βίαιο όσο στον Αόρατο.
Δ.Α.: Ο Αόρατος μπορεί να είναι πιο ρεαλιστική ταινία, με την έννοια ότι τοποθετείται στη σημερινή Ελλάδα και έτσι δημιουργεί μια πιο άμεση σχέση με τους θεατές. Ο χώρος στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο μπορεί να είναι ελκυστικός, αλλά υπάρχει επίσης ένα αίσθημα αποστασιοποίησης. Δεν είναι τόσο κοντά μας, διότι τοποθετείται στο μέλλον. Εκ πρώτης όψεως, η ταινία δεν απεικονίζει εμάς, ενώ ο Αόρατος βρίσκεται ακριβώς δίπλα μας και αυτό κάνει την ταινία πολύ έντονη.
Ι.Π.: Θα έλεγα ότι το θέμα στο Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι διαχρονικό με πολλούς τρόπους, διότι έχει ως θέμα τον έρωτα. Ο Αόρατος αναφέρεται στο παρόν.
Δ.Α.: Δεν τοποθέτησα τυχαία την ιστορία του Αόρατου στην Ελευσίνα. Όπως ανέφερα προηγουμένως, το Καμία Συμπάθεια για τον Διάβολο είναι μια ταινία «ρετρό φουτουρισμού», αφού αναφέρεται στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα είναι φουτουριστική ταινία. Υπάρχει ένα διαφορετικό είδος επιστροφής στον κόσμο των νεκρών. Στην αρχαιότητα υπήρχε μια γιορτή. Σήμερα, το μέρος είναι ένας εφιάλτης.
Στον Αόρατο συναντάμε τον κόσμο των νεκρών. Επίσης, χρησιμοποίησα σκόπιμα τη σκηνή με το νεκροταφείο. Είναι ένα φανταστικό μέρος. Αυτό το νεκροταφείο είναι γεμάτο από τάφους μεταναστών από τον Πόντο. Έχουν κτίσει πολλούς από τους τάφους ως μνημεία. Είναι καταπληκτικοί. Το να κτίζεις τους τάφους με τέτοιο τρόπο είναι παράλογη απόφαση. Οι τάφοι αυτών των νεκρών είναι σαν τον πρωταγωνιστή: ήταν αόρατοι και προσπάθησαν να γίνουν ορατοί μετά θάνατον κτίζοντας αυτά τα μνημεία.
Είναι μια ταινία που φωτίζει έναν αόρατο κόσμο. Αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει και τους νεκρούς. Χρησιμοποιώ τη λέξη «νεκρός» κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Ι.Π.: Τι καθιστά τον άνθρωπο ορατό σήμερα;
Δ.Α.: Θα έλεγα η εξουσία.
Ι.Π.: Η τελευταία σας ταινία Λαβύρινθος, η οποία είναι ακόμα στα γυρίσματα, έχει ως θέμα τις στοές της Αθήνας. Είναι ντοκιμαντέρ;
Δ.Α.: Στην πραγματικότητα, είναι ένα φανταστικό ντοκιμαντέρ. Πρέπει να αναφέρω ότι πριν από τον Λαβύρινθο είχα δημιουργήσει μια εγκατάσταση με τον τίτλο Κρυμμένη Πόλη ή AthensUnderground, που αναφέρεται σε μια κρυμμένη Αθήνα.
Είναι μια εγκατάσταση που αποτελείται από υλικό από τις ταινίες μου. Το υλικό αυτό αντικατοπτρίζει τη σχέση μου με την πόλη. Το έχω παρουσιάσει έξι φορές μέχρι σήμερα… Είναι υλικό που έχει να κάνει με μια πόλη που μας περιβάλλει, αλλά ταυτόχρονα είναι αόρατη.
Με τη νέα μου ταινία Λαβύρινθος ήθελα να βυθιστώ στις στοές της Αθήνας που παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα. Η πρώτη στοά στην Αθήνα ήταν η στοά του Αττάλου. Δημιουργήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι σύγχρονες στοές πρωτοεμφανίστηκαν στο Παρίσι τον 18ο αιώνα. Έναν αιώνα αργότερα είχαν εξαπλωθεί παντού. Η περίφημη Galleriaτου Μιλάνου δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1850. Αμέσως μετά έχουμε την εμφάνιση της πρώτης στοάς στην Αθήνα, το 1880. Βρίσκεται στην οδό Ερμού. Υπάρχει επίσης μια ιδιαιτερότητα στις αθηναϊκές στοές: σχηματίζουν έναν λαβύρινθο. Αυτές οι στοές περιλαμβάνουν έναν ολόκληρο κόσμο.
Ι.Π.: Αυτό έχει γίνει σκόπιμα;
Δ.Α.: Αυτό συνέβη λόγω του χαοτικού πολεοδομικού σχεδιασμού! Πρέπει να αναφέρω ότι πολλοί επαγγελματίες βρήκαν καταφύγιο σε εκείνους τους τότε νεόκτιστους χώρους. Πολλοί πρόσφυγες από τη Σμύρνη κ.λπ.… Σήμερα μπορεί να δει κανείς ότι αυτά τα μέρη είναι σε παρακμή και αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να γυρίσω αυτήν την ταινία.
Διότι υπάρχει πιθανότητα αυτά τα μέρη να μην υπάρχουν πια στο εγγύς μέλλον. Η πρώτη ελληνική φωτογραφική μηχανή δημιουργήθηκε μέσα σε μία από αυτές τις στοές, στην οδό Ερμού, το 1951.
Ι.Π.: Κατά κάποιο τρόπο το ασυνείδητο της πόλης βρίσκεται σε αυτές τις στοές…
Δ.Α.: Δεν είναι μόνο το ασυνείδητο της πόλης αλλά και το ασυνείδητο μιας ολόκληρης κοινωνίας που αντανακλάται εκεί. Το κέντρο της πόλης είναι ο ζωτικός χώρος της πόλης. Είναι το μέρος όπου έρχονται οι άνθρωποι για να ψωνίσουν, να διασκεδάσουν κ.λπ.... Εκεί μπορεί κανείς να δει όλες τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις μαζί.
Οι καταστηματάρχες γνωρίζουν την ιστορία των στοών. Γνωρίζουν την ιστορική αξία αυτών των τόπων. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι οι φορείς μιας μνήμης. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ζωντανή ιστορία… Εκτός από τα ανθρώπινα πρόσωπα, υπάρχουν και τα καταστήματα. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα κατάστημα που πουλάει σημαίες. Είχε πρωτοδημιουργηθεί στη Σμύρνη τη δεκαετία του 1880. Η οικογένεια έφυγε μετά την καταστροφή και ήρθε εδώ. Και το κατάστημα εξακολουθεί να υπάρχει εδώ, σήμερα.
Όλα αυτά τα πρόσωπα είναι πρόσωπα του κέντρου. Δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν πουθενά αλλού. Υπάρχει ένα αόρατο δίχτυ προσώπων που υπάρχει και χρειάζεται να ξετυλιχτεί. Το παρελθόν αναδύεται στο παρόν.
Ι.Π.: Τι προσπαθείτε να πετύχετε μέσω των ταινιών σας;
Δ.Α.: Μέσα από τις ταινίες μου προσπαθώ να ανακαλύψω τη συνέχεια. Επειδή υπάρχει συνέχεια των πραγμάτων...
Ι.Π.: Αν και υπάρχει μια ιστορική και υλική συνέχεια σε μια κοινωνία, το παρόν μας εμφανίζεται όλο και πιο αποκομμένο από το παρελθόν…
Δ.Α.: Τα σημάδια της συνέχειας είναι πολύ ορατά και η εξουσία προσπαθεί συνεχώς να καταστρέφει και να διαλύει αυτά τα σημάδια. Η εξουσία το κάνει αυτό για να δημιουργήσει ρήξη ανάμεσα σε μας και στο παρελθόν. Η εξουσία προσπαθεί να καταστρέψει τη μνήμη και τη γνώση. Απόδειξη αυτού είναι ότι συνεχίζουμε να κάνουμε τα ίδια λάθη. Η ιστορική γνώση υπάρχει σήμερα μόνο σε συναισθηματικό επίπεδο. Δεν εξετάζουμε τις αιτίες και τις επιπτώσεις κάποιου συμβάντος.
Ι.Π.: Η μνήμη και η γνώση παράγουν σκέψη…
Δ.Α.:Στην αναζήτησή μου για συνέχεια συνεχίζω να ανακαλύπτω ζωντανές ιστορίες. Ανακαλύπτω την παραγωγή από τεχνίτες, ενώ η παραγωγή, όπως τη γνωρίζουμε, παύει να υπάρχει. Ανακαλύπτω μια παλιά παράδοση που συνεχίζεται σήμερα.
Ι.Π.: Και αυτή είναι μια μορφή αντίστασης.
Δ.Α.: Ακριβώς. Αντίσταση μέσω της μνήμης.