"Η Πόλη Των Θαυμάτων"-Συνέντευξη
συνέντευξη στον Κώστα Τερζή
Αυγή
Η Πόλη Των Θαυμάτων
Αυγή
Η Πόλη Των Θαυμάτων
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΙΤΗΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ»
Προσπερνώντας το «κέντρο του κόσμου»: μια
πλάγια κινηματογραφική ματιά στην Ολυμπιάδα.
Το «νεγκατίφ των Αγώνων»: ίσως αυτός ο τίτλος θα απέδιδε καλύτερα το πνεύμα της νέας ταινίας του Δημήτρη Αθανίτη «Η πόλη των θαυμάτων» που βγήκε την Πέμπτη (νέα ημέρα εξόδου των ταινιών!) στους κινηματογράφους. Ένα χρόνο μετά την Ολυμπιάδα των εύκολων μύθων, των οικονομικών συμφερόντων και της χειραγωγημένης μαζικής υπερβολής, ο Αθανίτης μάς ξαναγυρίζει στο «γεγονός», που ελάχιστοι πια φαίνεται να έχουν τη διάθεση να αναπολήσουν.
«Ήμουν από αυτούς που έλεγαν ότι θα φύγουν από την Αθήνα την περίοδο των Ολυμπιακών», λέει ο σκηνοθέτης, «όμως ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι πέρα από τις τελετές και τα αγωνίσματα, πέρα από την αθλητική πλευρά, υπάρχουν και οι άνθρωποι –το τοπίο της πόλης θα γινόταν εκείνες τις μέρες μια μικρογραφία του πλανήτη».
Οι χαρακτήρες του Αθανίτη έρχονται από παντού (ένας Γαλλοβραζιλιάνος φωτογράφος, μια Ρουμάνα πόρνη, μια νεαρή Ελληνοαμερικανίδα με τη μητέρα της, ένα ζευγάρι Γιαπωνέζοι τουρίστες, ένας μυστηριώδης Ρώσος…), όμως ταυτόχρονα κινούνται στο περιθώριο της «μεγάλης γιορτής», διαγράφουν τη δική τους τροχιά, δίνοντας προτεραιότητα στις προσωπικές τους μυθολογίες… Οι Αγώνες είναι σε δεύτερο πλάνο, ακόμη και όταν η ηρωίδα-τηλεοπτική ρεπόρτερ επιμένει να στρέφει την προσοχή μας πάνω τους…
Χαρακτηριστικά, η κάμερα μόνο μία φορά εισέρχεται σε αγωνιστικό χώρο παραβιάζοντας την αθέατη γραμμή που χωρίζει τον λαμπερό –«εικονικό» κόσμο των Αγώνων από την πραγματικότητα των ηρώων. Η εικόνα των Αγώνων υπάρχει μέσα στην ταινία «διαμεσολαβημένη» από τηλεοπτικές οθόνες ή σαν «επένδυση» στην ηχητική μπάντα. Και είναι μάλλον αναμενόμενο το ότι ο μοναδικός ήρωας στο φιλμ, που είναι ταυτόχρονα και αθλητής ,δεν κατεβαίνει στο στάδιο να αγωνιστεί αλλά φεύγει «σαν κλέφτης», προσπαθώντας να χαθεί μέσα στο πλήθος…
1994: Μια ασπρόμαυρη ταινία χαμηλού κόστους με τον τίτλο «Αντίο Βερολίνο» ενός άγνωστου νέου σκηνοθέτη, που ονομάζεται Δημήτρης Αθανίτης, εντυπωσιάζει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Αισθανόμουν τότε ξένος στην ελληνική κινηματογραφική σκηνή» μου λέει σήμερα ο σκηνοθέτης, καθισμένος απέναντί μου. Οι επιρροές ήταν ταυτόχρονα κινηματογραφικές αλλά και μουσικές: Ο Λου Ριντ συναντούσε τον Φασμπίντερ μέσα από μια αναπάντεχη ταινία, χωρίς «προγόνους» και «συγγενείς» στον ελληνικό κινηματογράφο.
Έντεκα χρόνια αργότερα και ενώ έχουν μεσολαβήσει άλλες τρεις ταινίες («Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο» 1997, «2000+1 Στιγμές» 2000) φτάνουμε στην «Πόλη των Θαυμάτων»: Δημήτρης Αλεξανδρής, Κατερίνα Διδασκάλου, Ολιβιέ Μπρέιγ, Λήδα Ματσάγγου, Εκάβη Ντούμα, Μπάμπης Χατζηδάκης, Γιόσι Ναγκαγιάμα..
Δημήτρης Αθανίτης: «Η βασική ιδέα ήταν να κάνω μια ταινία πάνω σε ένα μεγάλο γεγονός που θα αντέστρεφε τη γωνία οπτικής. Αντί για την προκάτ τηλεοπτική εικόνα, θέλησα να εστιάσω στην προσωπική γωνία. Πως βιώνει κάποιος ένα τέτοιο γεγονός, πόσο η ζωή του μπορεί να επηρεαστεί, να αλλάξει μέσα σ’ αυτή τη δίνη.
Επιχείρησα έτσι κάτι εντελώς πρωτότυπο, να κάνω μια ταινία απολύτως φιξιόν μέσα σε ένα πραγματικό περιβάλλον μιας Αθήνας μητρόπολης του κόσμου. Έβαλα λοιπόν τους ήρωές μου, που όλοι βρίσκονται στην Αθήνα με αφορμή την Ολυμπιάδα ή προσπαθούν να την εγκαταλείψουν για τον ίδιο λόγο, να κινούνται μέσα σ’ αυτή τη ρευστή, δυναμική ατμόσφαιρα της γιορτής κυνηγώντας τα δικά τους όνειρα, τα δικά τους θαύματα.
Γιατί σε μια πόλη που για δέκα μέρες γίνεται το κέντρο του κόσμου και τόσες συναντήσεις είναι πιθανές, όλα μπορούν να συμβούν. Κι αυτό που ψάχνουν οι ήρωες της ταινίας μου, είναι, βέβαια, αυτό που ψάχνουμε όλοι. Η αγάπη!».
Πως θα συνόψιζες τη διαδικασία συγγραφής του σεναρίου; Ιδιαίτερα για τον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα, πώς απαντάς στο τετριμμένο σχόλιο πως το σενάριο είναι το βασικό του πρόβλημα;
Το κλειδί σε ένα σενάριο είναι η βασική ιδέα. Πόσο ισχυρή, πρωτότυπη, ενδιαφέρουσα είναι. Το σενάριο είναι η ανάπτυξη αυτής της ιδέας. Η ελληνική ταινία δεν έχει τόσο πρόβλημα σεναρίου όσο πρόβλημα στίγματος. Εξάλλου το σινεμά διεθνώς σπάνια πια έχει δυνατά σενάρια. Αυτό που βλέπουμε είναι περίπλοκες κατασκευές που μπορούν να σε κρατήσουν. Ελάχιστες φορές όμως νιώθεις να σου μένει κάτι ουσιαστικό που θα κρατήσεις μέσα σου, ένα, δύο, δέκα χρόνια. Δηλαδή ελάχιστες ταινίες είναι έρωτας! Συνήθως είναι φλέρτ.
Τι συνδέει για σένα, στο πλαίσιο της δικής σου κινηματογραφικής αντίληψης, ένα ντοκιμαντέρ με το αφηγηματικό σινεμά;
Αγαπώ το σινεμά που αφηγείται, και μάλιστα μέσα από μια ορισμένη ματιά. Το ντοκιμαντέρ με ιντριγκάρει σαν ένα συμπληρωματικό στοιχείο, που μπορεί να προκαλέσει άμεσες αντιδράσεις. Το να συνδυάσεις στοιχεία και από τα δύο είδη, κάτι που έκανα στην «Πόλη των Θαυμάτων», είναι εξαιρετικά ερεθιστικό.
Τοποθετώντας την προσωπική ιστορία δίπλα στο μεγάλο γεγονός, το ατομικό βίωμα δίπλα στη συλλογική εικόνα, όπως διαμορφώνεται μέσα από την τηλεόραση, δημιουργείς μια καινούρια αίσθηση. Κάποιες σπίθες ανάβουν. Το μεγάλο εξωτερικό γεγονός παίρνει άλλες διαστάσεις και ταυτόχρονα υποσκάπτεται, καθώς γίνεται εμπειρία προσωπική και αίσθηση εσωτερική.
Είναι ολοφάνερο ότι ο φακός σου πλησιάζει με αγάπη τους ηθοποιούς σου… Με τι κριτήρια τους επιλέγεις; Αλήθεια, παρεμπιπτόντως, γνώριζες ότι η Κατερίνα Διδασκάλου είναι η πρώην πρωθιέρια της ολυμπιακής φλόγας;
Όχι, δεν το γνώριζα. Αλλά είναι μια ωραία σύμπτωση. Επιλέγω τους ηθοποιούς με βάση τον ψυχισμό που εκπέμπουν και την προσωπικότητά τους. Αν και έχω μια καθαρή εικόνα στο μυαλό μου για κάθε ρόλο, ξεκινάω βλέποντας την άποψη του ηθοποιού και μετά προχωρώ σε μια έμμεση διεύθυνση, αφήνοντας χώρο στον ηθοποιό αλλά και με δυνατές παρεμβάσεις από μέρους μου. Ένας λόγος που κάνω σινεμά είναι γιατί αγαπώ πολύ τους ηθοποιούς και κάθε ταινία, ουσιαστικά, είναι ένα ντοκιμαντέρ πάνω στους ηθοποιούς.
Ζούμε σε ανήσυχους καιρούς, με έναν πόλεμο σαν «φάντασμα πάνω από την πόλη», αλλά και σαν ορατή παρουσία, με αλλεπάλληλες εικόνες της βαρβαρότητας, βαρβαρότητα που γίνεται σταδιακά κομμάτι της καθημερινότητάς μας.. Τι νοιώθει για όλα αυτά ένας Έλληνας κινηματογραφιστής;
Σου υπενθυμίζω την πρώτη μικρού μήκους ταινία μου στα 1993, τη «Φιλοσοφία», που μιλούσε για πολέμους σε κοντινές χώρες- ουσιαστικά αναφερόταν στην επέκταση των πολέμων στα Βαλκάνια…
Στο «Καμιά συμπάθεια για τον Διάβολο» (1997), η Αθήνα ζει στο σκοτάδι κάτω από μια αόριστη καταστολή … Αλλά και στην προηγούμενη ταινία μου, το «2000,1 Στιγμές», απέναντι στη «λάμψη» του μιλένιουμ αντιπαρέθετα επίκαιρα από όλο τον κόσμο, που δεμένα με την καθαυτό ιστορία δημιουργούσαν «ένα μωσαϊκό απόγνωσης που υπνωτίζει», όπως έγραψε η αυστραλιανή εφημερίδα «Age», επιλέγοντάς την τότε μέσα στις δέκα καλύτερες ταινίες για το 2001.