ΑΝΤΙΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ
Παρακαταθήκη Ονείρων
συνέντευξη στην Αθηνά Σωτηροπούλου
περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, 1995
συνέντευξη στην Αθηνά Σωτηροπούλου
περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, 1995
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΙΤΗΣ
ΠΑΡΑΚΑΤΗΘΗΚΗ ΟΝΕΙΡΩΝ
Συνέντευξη στην Αθηνά Σωτηροπούλου
Σύμφωνα με την τεκμηριωμένη άποψη πολλών, σκηνοθέτης είναι αυτός ο οποίος προπαρασκευάζει και εκτελεί μια πράξη με παραπλανητικό σκοπό, δηλαδή ετοιμάζει και στήνει ένα ονειρικό πραξικόπημα που θα ξεσπάσει μέσα σε σκοτεινές αίθουσες. Επειδή όμως ξέρουμε πως ο κινηματογράφος είναι η τέχνη των αντιθέσεων, για τον Δημήτρη Αθανίτη σκηνοθέτης είναι αυτός που ψάχνει το χαμένο παράδεισο με στιλ και χιούμορ, σε έναν κόσμο χωρίς νόμους. Για να παραφράσουμε τον Γκοντάρ, σκηνοθέτης είναι αυτός που κάνει τις ταινίες που μπορεί, εκεί που βρίσκεται. Ο Αθανίτης λέει καλημέρα στο σινεμά με το Αντίο Βερολίνο: Απλές εικόνες, φρέσκιες, κατευθείαν από την παρακαταθήκη των ονείρων του σκηνοθέτη, εικόνες που έρχονται από παντού, «από το πουθενά», ασπρόμαυρες εικόνες γεννημένες από τον πολύχρωμο κόσμο ενός κινηματογραφιστή που πάν απ’ όλα μπορεί να γελάει.
Η σχέση του με το Βερολίνο είναι τόσο ιδιαίτερη, που μόνο αυτός μπορεί να τη διηγηθεί. Αλλά μην πάει αλλού ο νους σας. Ο Δημήτρης Αθανίτης γεννήθηκε στην Αθήνα., σπούδασε στην Αθήνα – αρχιτεκτονική και όχι κινηματογράφο- και μένει στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι ότι ταξιδεύει πολύ και χρειάζεται τουλάχιστον είκοσι δύο ώρες την ημέρα για να ονειρεύεται, ακόμη και όταν ξέρει ότι θα δει εφιάλτες και όχι κήπους με τριαντάφυλλα. Παιδιόθεν έβλεπε ταινίες, πολλές ταινίες και ήθελε να κάνει σινεμά. Μετά από διάφορες προσπάθειες και δύο μικρού μήκους, έφτασε στα 31 του χρόνια, αφού είχε ήδη μάθει ότι ο Τέρενς Φίσερ, ο Βίμ Βέντερς και ο Βισκόντι είναι σπουδαίοι σκηνοθέτες και ότι οι παλιές κωμωδίες κάνουν καλό στην υγεία. Μετά μάζεψε αρκετό υλικό, είπε στον εαυτό του «τέρμα τα χάδια, αρχίζει το πήδημα» και ρίσκαρε τις οικονομίες του για να κάνει την πρώτη του ταινία.
Το Αντίο Βερολίνο είναι κάτι σαν αιμομιξία με κομμένη την ανάσα. Η Λεωφόρος της Δύσης του Μπίλι Γουάιλντερ, Η Κατάσταση των πραγμάτων του Βιμ Βέντερς, η Βερόνικα Φος του Φασμπίντερ, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Αντρέι Ζουλάφσκι, ο Μπάρι Γουάιτ, ο Αντριάνο Τσελεντάνο, ο Λάρς Βον Τρίερ και ο Μικ Χάρβεϊ, τα παπούτσια πανινάρι του Ακι Καουρισμάκι φορεμένα με λίγο χαζό τρόπο, ένας μεγάλος έρωτας στο PitaPanστην Ομόνοια, ο Εριχ φον Στροχάιμ και ο Ζαν Ρενουάρ, το φάντασμα του Μαξ Ρόμαν, η καρικατούρα τον Τζίμ Τζάρμους, ένας Έλληνας σκηνοθέτης που επιμένει στο σενάριό του, ένας Άραβας-μαριονέτα από το TwinPeaks, μια ασπρόμαυρη ταινία γυρισμένη ολόκληρη στην Αθήνα με κάτι περισσότερο από 5 εκατομμύρια, ένα δείγμα νέου κινηματογράφου, ακραίου, παράλογου, με γέλιο και ελπίδα.
Το Αντίο Βερολίνο παίχτηκε στο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον περασμένο Νοέμβριο και βέβαια ήταν η μεγάλη έκπληξη σε όλο εκείνο το διεθνές συμβάν. Χωρίς να εντάσσεται σε κανένα πλαίσιο «ελληνικότητας», γιατί είναι μια ταινία που έχει κατακτήσει το δικό της χώρο, έφερε αμηχανία στους διάφορους. Η κριτική επιτροπή του απένειμε ιδιαίτερη μνεία δια στόματος Γρηγόρης Γρηγορίου, «για την αναζήτηση ενός διαφορετικού τρόπου έκφρασης στον ελληνικό κινηματογράφο», ενώ η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών την τοποθέτησε ανάμεσα στις 4 ταινίες που ξεχώρισαν.
Παρ’ όλα αυτά, το Αντίο Βερολίνο, η μόνη ανεξάρτητη παραγωγή μετά τις ταινίες του Τορνέ, έχει πάρει το δρόμο του. Μια ταινία ου έχει δημιουργήσει το δικό της κόσμο δεν περνάει απαρατήρητη. Βρέθηκε διανομέας – θα βγει στις αίθουσες το Φεβρουάριο – και ξεσήκωσε και το ενδιαφέρον στο Κέντρο Ελληνικού Κινηματογράφου. (Μα πώς μας ξέφυγε κάτι τέτοιο;) Ο κόσμος ήδη μιλάει πολύ και το Αντίο Βερολίνο έχει αποκτήσει τους φαν του. Διαστάσεις cult; Εκείνος που αποφασίζει είναι ο διευθυντής ορχήστρας. Ο Αθανίτης θα συνεχίσει να κάνει σινεμά γιατί χρειάζεται οξυγόνο και, ενώ θα αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που θα του προσφερθούν, δεν θα επαναπαυτεί. Προς το παρόν δεν έχει αποφασίσει ακόμα να πάρει έγχρωμη τηλεόραση, ούτε έχει βγάλει την ταμπέλα που γράφει advertisingέξω από την πόρτα του. Έχει έναν πράσινο καναπέ, μια μεγάλη αφίσα της Μάρλεν Ντίτριχ στον τοίχο και, όταν μετακόμισε σ’ αυτό το σπίτι, βρήκε στο πάτωμα καμιά 20αριά παλιά τεύχη του ΣΙΝΕΜΑ.
ΣΙΝΕΜΑ: Αυτή η ασπρόμαυρη τηλεόραση, αν δεν κάνω λάθος, εμφανίστηκε στο Αντίο Βερολίνο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΙΤΗΣ: Βεβαιότατα. Δεν πάω πουθενά χωρίς αυτήν!!!
Σ:Το Αντίο Βερολίνο είναι μια εντελώς ανεξάρτητη παραγωγή. Ερωτώ: Πόσα λεφτά στοίχισε, που τα βρήκες και πως αποφάσισες να την κάνεις;
Δ.Α.: Όντως, το budget είναι πολύ μικρό, τώρα ακριβώς δεν ξέρω να σου πω πόσο μου στοίχισε γιατί χρωστάω ακόμα σε πολλούς, αλλά πάνω-κάτω γύρω στα 6 εκατομμύρια. Τώρα ξέρεις, αυτά τα πράγματα είναι λίγο-πολύ μαγικά. Πως γεννιέται μια ταινία; Πριν από δύο χρόνια έκανα μια μικρού μήκους, τη Φιλοσοφία. Κάθομαι λοιπόν εκεί στη Μητροπόλεως, στα σουβλάκια, με όλους τους φίλους που βοήθησαν για να γίνει και ξαφνικά βλέπω έναν φίλο με κοστούμι που μου φάνηκε σαν τον Ντένις Χόπερ. Εκεί γεννήθηκε μια ιδέα για μια ταινία και άρχισα να κάνω μαζί του κάποια δοκιμαστικά. Τελικά δε μου έβγαινε σαν κεντρικός ήρωας. Έγραψα ένα πρώτο σενάριο, μετά έγραψα κάποιο άλλο και μετά ξαναγύρισα στην αρχική μου ιδέα, στο Αντίο Βερολίνο. Μάζευα υλικό, από ατάκες μέχρι βίντεο και κάποια στιγμή, γύρω στον Ιούνιο, σκέφτηκα ότι αυτό το υλικό ήταν ήδη αρκετό. Έκανε άλλη μια μικρού μήκους, τον Κύριο Χ, που παίχτηκε στη Δράμα και αμέσως μετά αποφάσισα πως πρέπει να ξεκινήσω. Κάθισα και έγραψα αμέσως το σενάριο, μέσα σε δυο-τρεις μέρες είχε ήδη την τελική του μορφή. Όταν το τελείωσα, άρχισε να το διαβάζει διάφορος κόσμος και αρκετοί άρχισαν να συσπειρώνονται γύρω από την ιδέα. Και πρέπει να σου πω ότι ο περισσότερος κόσμος μου ήταν σχεδόν άγνωστος. Από τους ηθοποιούς που τελικά έπαιξαν, μάλλον δεν ήξερα απολύτως κανέναν.
Σ: Επιμένω: Πως διαχειρίστηκες τα χρήματα και που τα βρήκες;
Δ.Α.: Ήξερα πολύ καλά τι ήθελα να κάνω. Είχα γράψει ένα σενάριο με προδιαγραφές low-budget και αυτό το είχα πολύ καλά μέσα στο μυαλό μου πριν ξεκινήσω. Ήδη είχα κάνει ένα πήρες ρεπορτάζ της ταινίας, έναν χρόνο πριν, γιατί ήθελα να δουλέψω μια ιδέα που να μπορώ να την πραγματοποιήσω. Καθώς πέρναγε ο καιρός και ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω, είχα την αίσθηση ότι αυτή την ταινία θα μπορούσα να την κουμαντάρω οικονομικά, δηλαδή να αξιοποιήσω το χρόνο και το χρήμα που είχα. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχαν τρομερές αμφιβολίες από διάφορους άλλους. Κάποιοι πίστευαν ότι η ταινία δε θα μπορούσε να γίνει μέσα στο χρόνο που είχαμε και, βέβαια, με το χρήμα που είχαμε. Μετά ήρθε το δεύτερο ερώτημα, όταν τελείωσε η ταινία «μα θα προλάβουμε να μοντάρουμε, για να έχουμε ταινία μέσα στο Φεστιβάλ;» (Γέλια)
Σ: Τελικά είναι κάπου και μύθος το οικονομικό ζήτημα για κάποιον που θέλει να κάνει μια ταινία…
Δ.Α.: Μάλλον έτσι είναι. Το ρευστό ήταν κυρίως δικό μου, το ρίσκαρα, αλλά χρωστάω επίσης. Είχα μια μικρή βοήθεια από κάποια εταιρεία η οποία με ενίσχυσε με κάποια μηχανήματα, υλικό και κυρίως με κάποια εμπειρία. Από εκεί και πέρα, ξεκινώντας, πληρώνεις διάφορα ψιλοσπασμένα επειδή είσαι άγνωστος, ο κόσμος δε σε ξέρει κ.λ.π. Εγώ ομολογώ ότι μάλλον ευτύχησα.
Ο κόσμος κατέθεσε τη δουλειά του. Και ξέρεις, τα ποσά που παίρνουν οι διάφοροι για να δουλέψουν για μια ταινία είναι τεράστια. Ένας μοντέρ, ας πούμε, μπορεί να πάρει κάποια εκατομμύρια. Ο δικός μου, ο Στάθης Πλώτας, μου είπε ότι αυτός πρέπει να με πληρώνει γιατί μαθαίνει (γέλια).
Κάναμε τα γυρίσματα μέσα σε 13 μέρες, καλοκαίρι, Ιούλιος – Αύγουστος και μετά φουλ μοντάζ με περιπέτειες, αλλάξαμε τρεις-τέσσερις μουβιόλες, αλλά δε χάσαμε καθόλου το κέφι μας. Είμαι στην Πατησίων ας πούμε, έξω από τη σχολή Σταυράκου και μου χύνονται τα φιλμ στο δρόμο, σταματούσαν τα ταξί και εμείς σκάγαμε στα γέλια. Εκεί έπρεπε να υπάρχει μια κάμερα να μας τραβάει (γέλια). Βέβαια, τα πάντα πέρασαν από πάνω μου και κάπου έμαθα και τα πάντα. Μοντάζ, υπότιτλοι, ανακάλυψα τον ήχο, που ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα, ήμουνα παντού.
Σ.: Μια και μιλάμε για έναν άνθρωπο-ορχήστρα, συνειδητοποίησες ότι κάπου ίσως να ήσουν συγκεντρωτικός;
Δ.Α.: Ήμουν υπερσυγκεντρωτικός, γιατί ήθελα τα πράγματα να βγουν όπως τα είχα μέσα στο κεφάλι μου και φυσικά μάλωσα και με αρκετό κόσμο. Και επειδή κάθε πρωί πήγαινα στο γύρισμα με ένα storyboardπλήρες, το οποίο είχα σχεδιάσει εγώ, η κατάσταση ήταν σκληρή. Παρ’ όλα αυτά, μπόρεσε πολύς κόσμος να κάνει κάτι δημιουργικό, παρά τη δική μου υπερπαρουσία.
Σ.:Όλοι ψάχνουμε για κίνητρα. Το δικό σου ποιο ήταν για να φτάσεις στο σημείο να πεις «εγώ θα κάνω σινεμά»;
Δ.Α.: Σε εκείνο το μαγικό σινεμά, το Αλκαζάρ, είχα δει το καλοκαίρι που τελείωνα το σχολείο τον Κομφορμίστα του Μπερτολούτσι και εκεί, για πρώτη φορά, είδα διαφορετικά τα πράγματα. Το αποφάσισα επί τόπου χωρίς να χρειαστεί να το πω.
Σ.: Η δόμηση του χώρου στο Αντίο Βερολίνο είναι κλειδί για την ταινία. Γι’ αυτό – ενώ γυρίστηκε στην Αθήνα – νοιώθεις ότι δε γυρίστηκε πουθενά και γυρίστηκε παντού. Θα μπορούσε να είναι άνετα γυρισμένη σε μια άλλη πόλη. Ζει στο δικό της χώρο.
Δ.Α.: Aυτό πιστεύω. Μια ταινία πρέπει να φτιάχνει το χώρο της, γιατί το σινεμά έχει το δικό του χώρο ύπαρξης, ανεξάρτητα από πόλεις και κράτη. Η χώρα του σινεμά ας πούμε. Για να καταλάβεις, διάφοροι με ρωτάνε: Και τώρα θα εγκατασταθείς στην Αθήνα; (γέλια)
Σ.: Ποια κοινωνία βγαίνει μέσα από το Αντίο Βερολίνο;
Δ.Α.: Η κοινωνία του σινεμά. Μια ταινία μέσα από άλλες ταινίες, που γεννήθηκε από το σινεμά. Παράλληλα, όμως, διαθέτει και ένα ρεαλισμό, δεν είναι στον αέρα
Σ.: Άλλοι λένε πως υπάρχει ελληνικός κινηματογράφος, άλλοι λένε πως έχει τα χάλια του και ξαφνικά εμφανίζεσαι εσύ που έχεις ξεπεράσει το χώρο σου, διατηρώντας τις επιρροές σου… Δεν έκανες μια ταινία που μυρίζει θυμάρι, ας πούμε.
Δ.Α.: Δεν είμαι ταυτισμένος με το χώρο μου. Ζω στην Ελλάδα και όσο και αν έχω βαθιές σχέσεις με κάποιους χώρους δεν θα τους χρησιμοποιούσα ποτέ σε μια ταινία μου για να κάνω δήθεν «ελληνικό» σινεμά. Βλέπεις ας πούμε το γαλλικό σινεμά. Ναι μεν είναι το μόνο ανθηρό της Ευρώπης, γίνονται πολλές ταινίες κάθε χρόνο, αλλά πρέπει και αυτό να ξεφύγει, να βγει από το χώρο του. Δεν έχει μεγάλη φερεγγυότητα εκτός Γαλλίας.
Σ.: Ένας Έλληνας σκηνοθέτης δεν αναφέρεται συχνά στην παγκοσμιότητα του σινεμά. Μιλάει συνήθως μέσα σε στενά πλαίσια ελληνικότητας και εξερεύνησης του άγνωστου τοπίου, όποιο κι αν είναι αυτό…
Δ.Α.: Μα είναι κάτι περισσότερο από προφανές. Ξέρεις τι συμβαίνει; Άλλοι χώροι έχουν την πολυτέλεια του τοπικισμού. Ας πούμε στο θέατρο. Στο σινεμά, όμως, θα σε συγκρίνουν με την κορυφαία παραγωγή, γιατί θα τη δουν. Θα δουν τα πάντα, από Όλιβερ Στόουν μέχρι Σβαρτσενέγκερ. Το θέατρο, εκ των πραγμάτων, έχει και ένα άλλοθι, είναι κλειστός χώρος. Στο σινεμά δε γίνεται αυτό. Θα εξαφανιστείς αν δεν κάνεις κάτι που να μπορεί να σταθεί δίπλα στο άλλο. Και επειδή δεν μπορείς να σταθείς με τα ίδια χρήματα δίπλα στην αμερικάνικη παραγωγή, μπορείς να ξεχωρίσεις με την ιδιαιτερότητα, τη φρεσκάδα, την εξυπνάδα, με την πρωτοτυπία και με το πάθος σου.
Σ.: Γιατί μένεις στην Ελλάδα;
Δ.Α.: Ίσως από αδυναμία, δεν ξέρω, ίσως γιατί δε σκέφτομαι ότι κάποια ταινία πρέπει να γίνει σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Έτσι κι αλλιώς, σε όλα μου τα σενάρια πηγαινοέρχεται κόσμος, κάποιοι ξένοι από εδώ και από εκεί, συγκοινωνούντα δοχεία δηλαδή.
Θα ήθελα βέβαια να βγω προς τα έξω και να δουλέψω κάτω από περισσότερο ευνοϊκές συνθήκες, δηλαδή θα ήθελα να έχω ένα κινηματογραφικό περιβάλλον γύρω μου που θα με ευνοεί και θα θρέφει τις ιδέες μου – αφού ξέρεις ότι εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, ούτε καν πανεπιστημιακή σχολή κινηματογράφου – αλλά τελικά δεν έχω και ιδιαίτερο πρόβλημα με το χώρο, ούτε η γλώσσα με εμποδίζει ιδιαίτερα.
Επειδή θέλω να συνεχίσω να κάνω σινεμά, γιατί χρειάζομαι οξυγόνο, θα αξιοποιήσω μεν όλες τις δυνατότητες που μου προσφέρονται. Με ενδιαφέρει η ανεξάρτητη παραγωγή γιατί έτσι ελέγχω περισσότερο τα πράγματα και προστατεύω το όραμά μου.
Εκείνο που με ενδιαφέρει στο μέλλον είναι οι χαρακτήρες, οι ηθοποιοί. Θα ήθελα να εστιάσω περισσότερο σ’ αυτούς και λιγότερο σε άλλα πράγματα. Θέλω πολύ να δουλέψω με πρόσωπα.
Σ.: Ποια ταινία σου άρεσε περισσότερο τον τελευταίο καιρό;
Δ.Α.: Καμία. Συνήθως φεύγω μέσα στο πεντάλεπτο. Η τελευταία ταινία που με άφησε άφωνο ήταν ο Καβγατζής του Φασμπίντερ (γέλια). Νομίζω πως δε γίνονται πια μεγάλες ταινίες, γιατί, όπως είπες και εσύ, οι άνθρωποι είναι μικροί, αλλά, διάολε, δε βλέπω πια καμιά ταινία η οποία θα μείνει μέσα μου για τα επόμενα 10-20 χρόνια, δε με ανυψώνει πλέον ο «σύγχρονος» κινηματογράφος. Καλός ο Καουρισμάκι, δε λέω, αλλά λείπουν οι προσωπικότητες. Αυτό που γίνεται σήμερα είναι να ακούς σούπερ ήχους μέσα σε μια σούπερ αίθουσα, με τη συνοδεία εικόνας. Είναι σινεμά αυτό;
Σ.: Ποια είναι η αγαπημένη σου σειρά στην τηλεόραση;
Δ.Α.: Χάος. Κάτι β’ σειρές με κάποιους μίζερους Γερμανούς ντετέκτιβ και το Αυτός, Αυτή και τα Μυστήρια. Σπουδαία σειρά, εντελώς άνετη!!! (γέλια). Αλλά μου αρέσει πολύ και ο Μπρους Γουίλις, γι’ αυτό…