Invisble στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
από την Έφη Παπαζαχαρίου
για την Popaganda.gr
για την Popaganda.gr
από την Εφη Παπαζαχαρίου
Έπρεπε να περάσουν είκοσι χρόνια από το καλτ κι αγαπημένο Αντίο Βερολίνο για να ξαναπερπατήσει ένας μοναχικός ήρωας στην καρδιά του Δημήτρη Αθανίτη. Στην έβδομη μεγάλου μήκους ταινία του Invisible, «ένα αστικό γουέστερν με αινιγματικό τίτλο», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει και όπως όντως είναι, ο Άρης του Γιάννη Στάνκογλου αποφασίζει να λύσει μόνος του τις διαφορές του με την εξουσία.
Αδικία. Οργή. Εμμονή. Εκδίκηση. Τα θυμωμένα συναισθήματα γίνονται δίνη στο μυαλό του, δραπετεύουν από το φράγμα της φαντασίας και ξεσπάνε βίαια στην πραγματικότητα της δύσκολης καθημερινότητάς του. Tο γαλάζιο βλέμμα του εξάχρονου γιου του, καταγράφει, αγαπάει, ασυνείδητα κατανοεί… και, ποιος ξέρει, ίσως κάποτε παίξουν εκείνο το ποδόσφαιρο παρέα…
Στις 13 Νοεμβρίου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το Invisible συναντά για πρώτη φορά το ελληνικό κοινό. Στο ταξίδι του προς τις αίθουσες έχει ήδη αποκτήσει τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α’ Ανδρικού Ρόλου του London Greek Film Festival και έξι υποψηφιότητες στα σημαντικά ανεξάρτητα Maverick Movie Awards του Λος Άντελες. Και έπεται συνέχεια.
Ο δρόμος των φεστιβάλ είναι γνωστός για τον Δημήτρη Αθανίτη όσο και τα στενάκια της Αθήνας, της πόλης που μεγάλωσε, αγάπησε και έχρισε, επώνυμα ή ανώνυμα, πρωταγωνίστρια στις μέχρι τώρα ταινίες του. Γιατί εδώ διαλέγει να πάει λίγο πιο έξω, στη βιομηχανική της ζώνη, στον Ασπρόπυργο, εκεί όπου τα πράγματα και οι καταστάσεις είναι ακόμη πιο τραχιές στην καθημερινή ζωή. Κι αν η ομορφιά της γαλήνιας θάλασσας κι ο ανοιχτός ορίζοντας απαλύνει κάπως την χειμωνιάτικη μουντάδα και την σκληρότητα του αστικού τοπίου, δεν φτάνει για να ηρεμήσει την βαριά ανάσα του ήρωα.
-Invisible: αγγλικός τίτλος σε ένα τόσο ελληνικό “τοπίο”;
Ήθελα έναν τίτλο χωρίς άρθρο και χωρίς φύλο. Η ταινία δεν αφορά απλά ένα πρόσωπο και την ιστορία του. Αφορά τον ήρωα αλλά και μια κατάσταση κι ακόμη ένα ολόκληρο κοινωνικό και πραγματικό χώρο, ένα περιβάλλον που μπορεί να είναι “αόρατο”. Ο τίτλος αφορά κάτι ευρύτερο από την ιστορία της ταινίας και τον ήρωα της.
Η βασική ιδέα της ιστορίας είναι ένα μοτίβο που με απασχολεί σε όλες τις ταινίες μου: ο παραλογισμός ενός συστήματος που σε υποχρεώνει να αποδεχτείς τη θέση που σου έχει ορίσει, ερήμην σου. Απέναντι σ’ αυτό επαναστατούν οι ήρωες μου. Η αναφορά σ’ αυτό που συμβαίνει τώρα γύρω μας είναι εμφανής. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μια ταινία που καλεί σε εξέγερση.
Όλες οι ταινίες μου είναι μέσα στην πόλη και μιλάνε για την πόλη. Κι εδώ η πόλη υπάρχει σαν καθρέφτισμα. Δεν είμαστε σε μια επαρχία, είμαστε σε μια βιομηχανική περιοχή, δίπλα στην μεγάλη πόλη. Είμαστε στη βιομηχανική ζώνη που συντηρεί την Πόλη. Κι όμως αυτός ο χώρος είναι σχεδόν άγνωστος, αόρατος. Παράλληλα, πέρα από το ότι αυτός είναι ο φυσικός χώρος που ζει και κινείται ο ήρωας, αισθανόμουν την ανάγκη να βγω σε ανοιχτό ορίζοντα, συμβολικά και κυριολεκτικά. Θέλησα να δώσω στα πρόσωπα της ταινίας, τον ορίζοντα που τους λείπει.
Διάλεξα τον μικρό Χρήστο Μπενέτση, όπως διαλέγω κάθε ηθοποιό: από το βλέμμα του. Με ενδιαφέρουν βλέμματα που φέρουν έναν κόσμο. Βλέμματα που εκπέμπουν ψυχισμό. Μέσα από το βλέμμα αυτού του παιδιού είδα ότι μπορεί να μεταφερθεί όλη η σχέση με τον πατέρα του, όλα αυτά που ζει, χωρίς να χρειαστεί να πει λέξη.»
Από τον Μπιζέ στον Papercut. Έχω εκλεκτική συγγένεια με την μουσική, δεν πιστεύω στα είδη. Στην αρχή δεν σκόπευα να χρησιμοποιήσω μουσική στην ταινία. Ήθελα να αφήσω την εικόνα γυμνή και σκληρή. Επειδή όμως η ταινία πάει πολύ πέρα από την καταγραφή της πραγματικότητας, μπαίνοντας στο μυαλό του ήρωα, και ακολουθώντας όλη αυτή τη διαδρομή μέχρι την τελική του απόφαση, ένιωσα την ανάγκη για μουσική.
Τόσο ο Μπιζέ όσο και ο Papercut με συγκίνησαν και βρίσκω ερεθιστική τη νέα διάσταση που απόκτησαν οι εικόνες μέσα από την μουσική. Ωστόσο και στις πρώτες ταινίες μου, το Αντίο Βερολίνο και το Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο, η μουσική είναι εξίσου παρούσα και το ίδιο πολυσυλλεκτική.
Κοινό στοιχείο σε αυτή την ταινία με τις προηγούμενες μου, η ίδια αντίδραση στην εξουσία. Η ίδια προσπάθεια των ηρώων μου να καθορίσουν και να βρουν οι ίδιοι, το μονοπάτι της ζωής τους. Και φυσικά υπάρχει ένα έμμεσο πολιτικό σχόλιο που υπάρχει και σε ταινίες μου όπως το 2000+1 Στιγμές, Η Πόλη των Θαυμάτων, ακόμη και στο Καμιά Συμπάθεια για τον Διάβολο. Στις δύο πρώτες έριχνα μια πλάγια, αποδιαρθρωτική ματιά στην ιδανική εικόνα του Μιλένιουμ και της Ελλάδας των Ολυμπιακών Αγώνων, τότε που από παντού χτιζόταν μια επίπλαστη ευφορία. Ο Διάβολος μιλούσε για μια μελλοντική Αθήνα, που σήμερα είναι παρούσα.
-Πως είναι να κάνεις μια ταινία σε μια χώρα εν ώρα και εν μέσω κρίσης;
Πολύ δύσκολο αλλά και βαθιά απελευθερωτικό!
https://popaganda.gr/art/dimitris-athanitis-invisible-thessaloniki/